Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἄνοι'

См. также в других словарях:

  • Ανόι — (Ha Noi).Πόλη (1.372.800 κάτ. το 2002) και πρωτεύουσα του Βιετνάμ, στο δέλτα του ποταμού Σονγκ Κόι (Ερυθρός Ποταμός). Εκτείνεται στη δεξιά όχθη του ποταμού και σε μικρό μέρος της απέναντι όχθης με την οποία το συνδέει γέφυρα. Στο κέντρο του, που… …   Dictionary of Greek

  • ἄνοι — ἄνοος without understanding masc/fem nom/voc pl ἄνοῑ , ἄνω 1 accomplish pres opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄνοι' — ἄνοια , ἄνοια the character of an fem nom/voc sg ἄνοιαι , ἄνοια the character of an fem nom/voc pl ἄνοιο , ἄνω 1 accomplish pres opt mp 2nd sg ἄνοιο , ἀνίημι send up aor opt mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Nomina sacra — (singular: nomen sacrum) means sacred names in Latin, and can be used to refer to traditions of abbreviated writing of several frequently occurring divine names or titles in early Greek language Holy Scripture. Bruce Metzger s book Manuscripts of …   Wikipedia

  • Nomina Sacra — (au singulier : nomen sacrum) signifie noms sacrés en Latin. Ce terme désiqne les traditions d abréviation pour l écriture de noms de Dieu ou de titres fréquemment utilisés dans l écriture sacrée en grec ancien. Le livre de Bru Metzger… …   Wikipédia en Français

  • Nomina sacra — (au singulier : nomen sacrum) signifie noms sacrés en latin. Cette expression est utilisée pour désigner des traditions selon lesquelles on abrégeait certains noms divins ou sacrés fréquemment utilisés dans l écriture sainte de langue… …   Wikipédia en Français

  • Ευτυχιανοί — και Ευτυχιανικοί και Ευτυχιανιστές, οι (Μ εὐτυχιανοί και εὐτυχιανικοί και εὐτυχιανισταί) θεολ. οι οπαδοί τής μονοφυσιτικής αιρέσεως τού Ευτυχούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ευτυχής + κατάλ. ιανοί (πρβλ. πραιτωρ ιανοί, χριστι ανοί)] …   Dictionary of Greek

  • αξ — (επιφώνημα) εκφράζει αποδοκιμασία «Α; αξ κι άξινος άξι και ξερό άξις και ξερός άξις και ν ανοίξεις». [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του επιφωνήματος α έτσι ώστε να παρηχεί με λέξεις που ακολουθούν στην ίδια φράση (α ξ(ις): ξ ερός, ά ξι νος, ανοί ξεις) …   Dictionary of Greek

  • διαφήμιση — Κάθε ενέργεια η οποία αποβλέπει στη διάδοση πληροφοριών για εμπορικούς σκοπούς. H δ. είναι μια μορφή της γενικότερης δραστηριότητας που αναλαμβάνει τη διάδοση πληροφοριών, οι οποίες απευθύνονται σε μια ομάδα ανθρώπων με σκοπό να επηρεάσουν τη… …   Dictionary of Greek

  • λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»