-
1 ἄνητον
-
2 ἀνήτινος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνήτινος
-
3 ἄνηθον
-
4 ἄνηθον
Grammatical information: n.Meaning: `dill, Anethum Graveolens' (Aeol., Att.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Cf. λάπαθον and other plant names in - θον (- θος), Chantr. Form. 368. Fur. 254 compares ἄννησον (s.v.); for the equation cf. the gloss s.v. ἄνθρυσκον. On the gemination 387, for θ\/σ 253ff. (cf. ἐρυθίβη\/ ἐρυσίβη). - Egyptian acc. to Hemmerdinger Glotta 46 (1968) 240.Page in Frisk: 1,106Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἄνηθον
См. также в других словарях:
άνηθο — Φυτό μονοετές της οικογένειας των σκιαδοφόρων (δικοτυλήδονα), που αυτοφύεται στις μεσογειακές χώρες, στην Αφρική και στην Ασία. Φτάνει σε ύψος τα 30 70 εκ., έχει γραμμωτούς, κοίλους βλαστούς και χρώμα γαλαζοπράσινο, φύλλα φτερωτά, κατά νηματοειδή … Dictionary of Greek
άνισο(ν) — το (ΜΑ ἄνισον) κοινή σήμερα ονομασία τού φυτού Pimpinella anisum, το γλυκάνισο ή ανασόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. τ., συγγενής με τους τ. ἄννησον, ἄνησον ή ιων. ἄννητον, ἄνητον και πιθ. με τον τ. ἄνηθον, που μαρτυρούνται στη Σαπφώ, στον Αλκαίο … Dictionary of Greek