-
1 κονια
эп.-ион. κονίη (ῐ, но ῑ в трехсложных формах и в арсисе последней стопы у Hom.) ἥ тж. pl.1) пыль, песок, прах(ὦρτο κ. ἐκ πεδίου Hom.; πεσεῖν ἐν κονίῃσι Hom., Hes.)
2) пепел, зола(καθέζετο ἐπ΄ ἐσχάρῃ ἐν κονίῃσιν, sc. Ὀδυσσεύς Hom.)
3) щелок(κ. γίνεται ὕδατος εἰς τέφραν ἐμπεσόντος Plut.)
λοῦσαι ἄνευ κονίας Arph. — мыть без щелока, перен. без затруднений
См. также в других словарях:
κονία — η (ΑM κονία, Α επικ. τ. κονίη) [κόνις] αλισίβα, σταχτόνερο νεοελλ. 1. η συνδετική ύλη που χρησιμοποιείται για την παρασκευή τών κονιαμάτων 2. το επίχρισμα των τοίχων, αμμοκονία, σοβάς μσν. αρχ. τέφρα, στάχτη αρχ. 1. σκόνη, κονιορτός («ποδῶν δ… … Dictionary of Greek