-
1 κονία
1 dust,ποδῶν ὑπένερθε κ. ἵστατ' ἀειρομένη Il.2.150
;ὑπὸ δέ σφισιν ὦρτο κ. 11.151
: in pl.,κὰδ δ' ἔπεσ' ἐν κονίῃσι Od.18.98
;ἐν κονίῃσι πεσών Il.17.315
, etc.;πρηνέες ἐν κονίῃσιν 2.418
, cf. Hes.Sc. 365;μιάνθησαν δὲ ἔθειραι αἵματι καὶ κονίῃσι Il.16.796
: also Trag. in lyr., A.Ag.64, E.Andr. 112, Supp. 821.II pearl-ash, lye, soap-powder,λούειν ἄνευ κονίας Ar.Lys. 470
(with a play on ἀκονιτί), cf. Ach.18, Ra. 711, Pl.R. 430b: pl., Thphr.HP4.10.4 (nisi leg. κονιάσεις).
См. также в других словарях:
κονία — η (ΑM κονία, Α επικ. τ. κονίη) [κόνις] αλισίβα, σταχτόνερο νεοελλ. 1. η συνδετική ύλη που χρησιμοποιείται για την παρασκευή τών κονιαμάτων 2. το επίχρισμα των τοίχων, αμμοκονία, σοβάς μσν. αρχ. τέφρα, στάχτη αρχ. 1. σκόνη, κονιορτός («ποδῶν δ… … Dictionary of Greek