-
1 άναστρος
-
2 ἄναστρος
-
3 ἄναστρος
ἄναστρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄναστρος
-
4 άναστρον
ἄναστροςcarrying no planet: masc /fem acc sgἄναστροςcarrying no planet: neut nom /voc /acc sg -
5 ἄναστρον
ἄναστροςcarrying no planet: masc /fem acc sgἄναστροςcarrying no planet: neut nom /voc /acc sg -
6 ανάστροις
-
7 ἀνάστροις
-
8 ανάστρου
-
9 ἀνάστρου
-
10 ανάστρους
-
11 ἀνάστρους
-
12 ανάστρω
-
13 ἀνάστρῳ
-
14 ἀνάστερος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνάστερος
См. также в других словарях:
ἄναστρος — carrying no planet masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άναστρος — η, ο (Α ἄναστρος, ον) ο χωρίς άστρα … Dictionary of Greek
άναστρος — η, ο ο χωρίς αστέρια: Ο ουρανός ήταν σκοτεινός, άναστρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄναστρον — ἄναστρος carrying no planet masc/fem acc sg ἄναστρος carrying no planet neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάστροις — ἄναστρος carrying no planet masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάστρου — ἄναστρος carrying no planet masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάστρους — ἄναστρος carrying no planet masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάστρῳ — ἄναστρος carrying no planet masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… … Dictionary of Greek
ανάστερος — η, ο άναστρος, χωρίς άστρα «ανάστερη νύχτα» … Dictionary of Greek
ԱՆԱՍՏՂ — ( ) NBH 1 0112 Chronological Sequence: 6c, 14c ԱՆԱՍՏՂ ԵՐԿԻՆ կամ ԳՕՏԻ. ἅναστρος σφαῖρα Վերին երկինք անդր քան զաստեղս. Սահմ. յռջբ: *Գօտի մի պարզ շրջագայութեանն՝ որ է անաստղ. Ոսկիփոր … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)