Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἄναλτος

См. также в других словарях:

  • ἄναλτος — not to be filled masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άναλτος — (I) ἄναλτος, ον (Α) αυτός που δεν γεμίζει με κάτι, άπληστος, ακόρεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + ΙΕ ρ. *al + επίθημα τος. Πρόκειται για μεμονωμένους σχηματισμούς τής ΙΕ ρίζας *al «αναπτύσσομαι, τρέφομαι», που εξαφανίστηκε στα Ελλην. (διατηρήθηκε… …   Dictionary of Greek

  • ἄναλτον — ἄναλτος not to be filled masc/fem acc sg ἄναλτος not to be filled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάλτοις — ἄναλτος not to be filled masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάλτοισι — ἄναλτος not to be filled masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάλτου — ἄναλτος not to be filled masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάλτων — ἄναλτος not to be filled masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάλτῳ — ἄναλτος not to be filled masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄναλτα — ἄναλτος not to be filled neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄναλτοι — ἄναλτος not to be filled masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»