Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἄμφ-ωτος

См. также в других словарях:

  • άμφωτις — ἄμφωτις ( ιδος) και ἀμφωτὶς ( ίδος), η (Α) 1. μικρός κάδος με δύο λαβές 2. κάλυμμα για τα αφτιά, που φορούσαν οι νεαροί πυγμάχοι κατά τη διάρκεια τής άσκησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + οὖς, ὠτός] …   Dictionary of Greek

  • άμφωτος — ἄμφωτος, ον (Α) αυτός που έχει δύο αφτιά, δύο λαβές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + οὖς, ὠτός, πιθ. αντί *ἀμφόατος ή ώατος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»