-
1 αμυνα
-
2 ἄμῡνα
-
3 άμυνα
ἄ̱μῡνα, ἀμύνωkeep off: aor ind act 1st sg (doric aeolic)ἄμῡνα, ἀμύνωkeep off: aor ind act 1st sg (homeric ionic) -
4 ἄμυνα
ἄ̱μῡνα, ἀμύνωkeep off: aor ind act 1st sg (doric aeolic)ἄμῡνα, ἀμύνωkeep off: aor ind act 1st sg (homeric ionic) -
5 ἄμυνα
A warding off an attack, self-defence, Theopomp.Com. 3D., Ps.-Phoc.32, Ph.2.31, App.Pun.73, etc.: c. gen. obj., , Ph.1.322.II vengeance, requital, Ps.-Phoc.77, Phld.Ir.p.66 W., Nic.Dam.p.104D., Plot.4.4.17, etc. -
6 ἄμῡνα
ἄμῡνα, Verteidigung, Rache -
7 άμυνα
η защита; оборона; защитные средства;ενεργός ( — или ενεργητική) άμυνα — воен, активная оборона;
παθητική άμυνα — воен, пассивная оборона;
οργάνωση της αεροπορικής άμυνας — организация противовоздушной обороны;
περνώ σε άμυνα — переходить к обороне;
εν αμύνη юр. в порядке самозащиты, защищаясь;§ άμυνα του οργανισμού — сопротивляемость организма
-
8 ἄμυνα
-ης ἡ N 1 0-0-0-0-1=1 Wis 5,17vengeance on, revenge on, defence against, protection from [τινος]Cf. LARCHER 1984, 388 -
9 άμυνα
[амина] ουσ θ защита, оборона. -
10 άμυνα
savunma, müdafaa -
11 άμυνα
défense -
12 άμυνα
1) obrona (f) rzecz.2) osłona (f) rzecz. -
13 άμυνα
1) obhajoba2) obrana3) ochrana -
14 άμυνα
defenceΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > άμυνα
-
15 χειμ-άμυνα
χειμ-άμυνα, ἡ, Abwehr u. Schutz gegen Winter, Sturm u. Regen, ein dicker Winterrock; Aesch. frg. 390; Soph. frg. 958.
-
16 ἀντ-άμυνα
ἀντ-άμυνα, ἡ, Gegenabwehr, Sp.
-
17 αμυνω
(ῡ; тж. med.; fut. ἀμῠνῶ - ион. ἀμυνέω, med. ἀμυνεῦμαι; aor. ἤμῡνα - эп.-дор. ἄμῠνα с ᾱ и ᾰ)1) отражать, отбивать, отгонять, давать отпор, отвращать(τινά τινος, νηλεὲς ἦμαρ Hom.; μόρον Aesch.; στρατιήν Her.; πολεμίους Plat.; βαρβάρους Dem.)
ἀ. τινί τι Hom. — ограждать кого-л. от чего-л.2) защищать, оборонятьἀ. и ἀμύνεσθαί τινι Hom., Eur., Thuc., Arph., реже τινος Hom. — стоять на защите кого(чего)-л., оборонять кого(что)-л.;
χεῖρες ἀ. Hom. — руки для обороны, т.е. обороноспособность;τὰ ἀμύνοντα Her. — средства обороны;ἀμῦναί τινι σωθῆναι Thuc. — помочь кому-л. спастись;ἀμύνεσθαι ταῖς ναυσίν Thuc. — обороняться с помощью флота;ἀμύνατε! Arph. — заступитесь! помогите!;οἱ ἀδικοῦντες ἀμυνόμενοι Plat. — совершающие несправедливые поступки с целью самозащиты;ἥ πόλις ἔρημος τῶν ἀμυνουμένων Xen. — город, оставшийся без защитников3) биться, сражаться(ἀ. и ἀμύνεσθαι περί и ὑπέρ τινος Hom., Xen., Plat.; ἀ. πρό τινος Polyb.)
4) преимущ. med. отплачивать, воздавать(ἀμύνεσθαί τινά τινος и ὑπέρ τινος Thuc.)
ἀμύνω τοῖσδε τοῖς λόγοις τάδε Soph. — я плачу за это этими (признательными) словами;ἀ. τι Soph. — карать за что-л.;τοῖς ὁμοίοις ἀμύνεσθαί τινα Thuc. — воздавать кому-л. равным за равное;ἀμύνεσθαί τινα ὧν ἔδρασε Luc. — отомстить кому-л. за то, что он сделал;ἀμυνέσθω ἄνευ τραυμάτων Plat. — пусть он подвергнется наказанию, но без причинения увечий -
18 χειμαμυνα
-
19 ανθυποβρυχιακός
η, ό[ν] использующийся против подводной лодки;ανθυποβρυχιακή άμυνα — противолодочная оборона;
τό ανθυποβρυχιακον — корабль противолодочной обороны
-
20 αντιαεροπορικός
η, ό[ν] противовоздушный;зенитный;αντιαεροπορική άμυνα — противовоздушная оборона;
αντιαεροπορικο πυροβόλο — зенитное орудие;
αντιαεροπορικό πυροβολικό — зенитная артиллерия;
αντιαεροπορικό πολυβόλο — зенитный пулемёт
- 1
- 2
См. также в других словарях:
άμυνα — η (Α ἄμυνα) αντίσταση σε επίθεση, απόκρουση επίθεσης, υπεράσπιση νεοελλ. 1. προστασία τής σωματικής ή ψυχικής ακεραιότητας και τής ασφάλειας κάποιου 2. το σύνολο τών μέσων που διαθέτει κανείς για την απόκρουση εχθρών ή κινδύνου 3. ικανότητα,… … Dictionary of Greek
άμυνα — η 1. η απόκρουση επίθεσης ή άλλου κινδύνου, υπεράσπιση: Στην επίθεση αντίταξε αποτελεσματική άμυνα. 2. το σύνολο των μέσων με τα οποία αντιμετωπίζονται εχθροί ή κίνδυνοι: Οργανώνεται η άμυνα των νησιών του ανατολικού Αιγαίου. 3. ικανότητα για… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άμυνα, νόμιμη — Πρόκειται για μια αναγκαία αντίδραση, που αποβλέπει στο να αποτρέψει από τον αμυνόμενο ή από άλλους τον άμεσο κίνδυνο μιας άδικης επίθεσης. Το νεότερο ποινικό δίκαιο θεωρεί τη ν.ά. ως αιτία αποκλεισμού του άδικου χαρακτήρα της πράξης.… … Dictionary of Greek
ἄμυνα — ἄ̱μῡνα , ἀμύνω keep off aor ind act 1st sg (doric aeolic) ἄμῡνα , ἀμύνω keep off aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμυνα, κοινωνική — Ο όρος κ.ά. δηλώνει, στο σύγχρονο ποινικό δίκαιο, την εκδοχή εκείνη της ποινικής λειτουργίας κατά την οποία το κράτος και η ποινή θα πρέπει να προσαρμόζονται όχι προς την αντικειμενική φύση του εγκληματικού γεγονότος (και την ατομική ευθύνη του… … Dictionary of Greek
αντιαεροπορική άμυνα — Σύνολο ενεργειών και εγκαταστάσεων με σκοπό την προστασία των πόλεων, των στρατιωτικών εγκαταστάσεων και των στρατιωτών και πολιτών από επιθέσεις εχθρικών αεροσκαφών ή πυραύλων. Η ανίχνευση της εχθρικής επίθεσης είναι πολύ δύσκολη. Τα μέσα που… … Dictionary of Greek
Εθνική Άμυνα — Επαναστατικό κίνημα, το οποίο εκδηλώθηκε στη Θεσσαλονίκη, από τη στρατιωτική φρουρά της πόλης, τον Σεπτέμβριο του 1916. Το κίνημα στρεφόταν εναντίον της πολιτικής της κυβέρνησης της Αθήνας και του Στέμματος. Αρχηγοί του κινήματος ήταν ο… … Dictionary of Greek
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
ποδόσφαιρο — Άθλημα, που συγκεντρώνει τους περισσότερους θαυμαστές, οι oποίοι διακρίνονται για τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις τους και συχνά για το φανατισμό τους. Παίζεται σε καθορισμένο ανοιχτό χώρο από δύο ενδεκαμελείς ομάδες, κάθε μια από τις oποίες… … Dictionary of Greek