Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἄμορος

См. также в других словарях:

  • ἄμορος — unlucky masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμορος — (I) ἄμορος, ον (Α) [μόρος] 1. (με γεν.) στερημένος, αμέτοχος «ἄμορος τέκνων» (Ευρ.) 2. απόλ. κακότυχος, κακομοίρης «κακὸν κακῶς νιν ἄμορον ἐκτρῑψαι βίον» (Σοφ.). (II) η, ον 1. άφαντος «έγινεν άμορος» 2. το ουδ. ως ουσ. άμορο, το το ποντίκι.… …   Dictionary of Greek

  • ἄμορον — ἄμορος unlucky masc/fem acc sg ἄμορος unlucky neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄμοροι — ἄμορος unlucky masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»