-
1 ἀμοργός
2 ἀνέμων λαμπτῆρας ἀμοργούς lanterns which protect [ the light] from winds, F.mp.84.------------------------------------ἀμοργός (B), ὁ,A = ἀμοργίς, Cratin.96, cf. Paus.Gr.Fr.47, Harp.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμοργός
-
2 Αμοργός
-
3 Ἀμοργός
-
4 αμοργός
-
5 ἀμοργός
-
6 ἀμοργός
-
7 αμοργος
-
8 Αμοργος
ἡ Аморгос (остров из группы Спорад, родина поэта Симонида) Plut. -
9 Ἀμοργός
Ἀμοργός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἀμοργός
-
10 ἀμοργός
ἀμοργός, auspressend, vom Demagogen -
11 Αμοργός
η о-в Аморгос (Киклады) -
12 Αμοργός
ηAmorgos n -
13 αμουργος
-
14 Αμοργού
-
15 Ἀμοργοῦ
-
16 Αμοργοί
-
17 Ἀμοργοί
-
18 Αμοργούς
-
19 Ἀμοργούς
-
20 Αμοργώ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ἀμοργός — the island of Amorgos masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμοργός — one who squeezes masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμοργός — Νησί (121,06 τ. χλμ., 1.873 κάτ.) των Κυκλάδων. Έχει μήκος 18 χλμ., πλάτος 3 έως 5 χλμ. και μήκος ακτών περίπου 112 χλμ. Η ψηλότερη κορυφή του νησιού είναι ο Κρίκελος (822 μ.). Το νησί, αν και άγονο, παράγει μικρές ποσότητες φάβας, μήλων,… … Dictionary of Greek
Αμοργός — Sp Amòrgas Ap Αμοργός/Amorgos L s. Kikladose, Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Κατσαρός, Γιώργος — (Αμοργός 1888 – Νέα Υόρκη 1997). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του μουσικού του ρεμπέτικου τραγουδιού Γιώργου Θεολογίτη. Η απώλεια του πατέρα του σε ηλικία 9 ετών ανάγκασε τη μητέρα του, μαζί με τον Κ. και τη μεγαλύτερη αδελφή του, Σοφία, να… … Dictionary of Greek
Ἀμοργοί — Ἀμοργός the island of Amorgos masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμοργοί — ἀμοργός one who squeezes masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμοργοῦ — Ἀμοργός the island of Amorgos masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμοργοῦ — ἀμοργός one who squeezes masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμοργούς — Ἀμοργός the island of Amorgos masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμοργούς — ἀμοργός one who squeezes masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)