Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἄμιτρος

См. также в других словарях:

  • άμιτρος — ἄμιτρος, ον (Α) 1. (για κορίτσια) αυτή που δεν φέρει διάδημα στο κεφάλι ή ζώνη 2. φρ. «παῑδες ἄμιτροι», κορίτσια που δεν φόρεσαν ακόμη τη γυναικεία ζώνη, δηλ. που δεν βρίσκονται ακόμη σε ώρα γάμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μίτρα. ΣΥΝΘ. αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • ἀμίτρους — ἄμιτρος without head band masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄμιτρα — ἄμιτρος without head band neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμιτροχίτωνες — ἀμιτροχίτωνες, οι (Α) (ως επίθ. τών Λυκίων πολεμιστών) αυτοί που φορούν χιτώνα δίχως μίτρα, δηλ. δίχως ζώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμιτρος + χιτών] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»