-
1 ἄμιτρος
ἄμιτρος, ον,A without head-band or girdle, παῖδες ἄ girls who have not yet put on the woman's girdle, i.e. unmarriageable, Call.Dian.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄμιτρος
-
2 άμιτρα
-
3 ἄμιτρα
-
4 αμίτρους
-
5 ἀμίτρους
См. также в других словарях:
άμιτρος — ἄμιτρος, ον (Α) 1. (για κορίτσια) αυτή που δεν φέρει διάδημα στο κεφάλι ή ζώνη 2. φρ. «παῑδες ἄμιτροι», κορίτσια που δεν φόρεσαν ακόμη τη γυναικεία ζώνη, δηλ. που δεν βρίσκονται ακόμη σε ώρα γάμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μίτρα. ΣΥΝΘ. αρχ.… … Dictionary of Greek
ἀμίτρους — ἄμιτρος without head band masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄμιτρα — ἄμιτρος without head band neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμιτροχίτωνες — ἀμιτροχίτωνες, οι (Α) (ως επίθ. τών Λυκίων πολεμιστών) αυτοί που φορούν χιτώνα δίχως μίτρα, δηλ. δίχως ζώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμιτρος + χιτών] … Dictionary of Greek