-
1 άμισθος
-
2 ἄμισθος
-
3 ἄμισθος
ἄμισθ-ος, ον,1 [voice] Pass., unpaid, unhired, , cf. S.Fr. 829, etc.;λύπη, ἄ. ξυνέμπορος A.Ch. 733
. Adv. -θως, Cret. ([place name] Oaxos).2 [voice] Act., without paying, Luc.DMeretr.12.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄμισθος
-
4 άμισθον
-
5 ἄμισθον
-
6 αμίσθως
-
7 ἀμίσθως
-
8 άμισθα
-
9 ἄμισθα
-
10 άμισθοι
-
11 ἄμισθοι
-
12 αμίσθοις
-
13 ἀμίσθοις
-
14 αμίσθου
-
15 ἀμίσθου
-
16 αμίσθους
-
17 ἀμίσθους
-
18 αμίσθων
-
19 ἀμίσθων
-
20 συνέμπορος
A fellow-traveller, companion, A.Ch. 208, 713, S.Tr. 318, Ph. 542: c.gen.pers.,οἱ ξ. σέθεν A.Supp. 939
; opp. ἡγεμών (a guide), Pl.Phd. 108b: c. dat.,ξυνεμπόρους ἐμοί E.Ba.57
, cf.Hel. 1538.2 metaph., λύπη δ' ἄμισθός ἐστί σοι ξ. A.Ch. 733: c.gen.rei, χορείας partner in.., Ar.Ra. 398 (lyr.); σ. ἀνέρι κέρδους partner with him for gain, AP9.415 (Antiphil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνέμπορος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
άμισθος — άμισθος, η, ο και άμιστος, η, ο 1. αυτός για τον οποίο δε δίνεται μισθός: Η θέση είναι τιμητική και άμισθη. 2. αυτός που δεν παίρνει μισθό: Διορίστηκε άμισθος πρόξενος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄμισθος — without hire masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμισθος — η, ο (Α ἄμισθος, ον) 1. ο δίχως μισθό ή πληρωμή 2. αυτός που δεν πληρώνεται, που δεν παίρνει μισθό αρχ. αυτός που δεν πληρώνει αμοιβή, που παίρνει κάτι δωρεάν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μισθός. ΠΑΡ. αμισθί, αμισθία μσν. ἀμισθίας] … Dictionary of Greek
πρόξενος — Άμισθος ή έμμισθος κρατικός υπάλληλος, ο οποίος εδρεύει μόνιμα στο έδαφος αλλοδαπού κράτους, με τη συγκατάθεση του τελευταίου, και έχει ως αποστολή να εξυπηρετεί τα συμφέροντα ή να διεκπεραιώνει υποθέσεις των πολιτών του κράτους που εκπροσωπεί ή… … Dictionary of Greek
ἀμίσθως — ἄμισθος without hire adverbial ἄμισθος without hire masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄμισθον — ἄμισθος without hire masc/fem acc sg ἄμισθος without hire neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμίσθοις — ἄμισθος without hire masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμίσθου — ἄμισθος without hire masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμίσθους — ἄμισθος without hire masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμίσθων — ἄμισθος without hire masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄμισθα — ἄμισθος without hire neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)