-
1 αμητος
-
2 αμητός
ο уст. урожай;§ πλούσιος αμητός γνώσεων — богатейшие знания
-
3 καλαμη
(λᾰ) ἥ1) стебель, соломина, собир. соломаπλείστην μὲν καλάμην χαλκὸς ἔχευεν, ἄμητος δ΄ ὀλίγιστος погов. Hom. — множество соломы скосила медь, жатва же ничтожна;
κ. πυρῶν Her. — пшеничная солома;ὅ νέος σῖτος ξὺν τῇ καλάμῃ ἀποκείμενον Xen. — новый, (еще) необмолоченный хлеб, хлеб в снопах;καλάμην γέ σ΄ ὀΐομαι εἰσορόωντα γιγνώσκειν погов. Hom. — полагаю, что, видя солому, ты поймешь (каков был колос), т.е. по остаткам моей силы ты поймешь, каким я был в молодости;ἀπὸ τῆς καλάμης τεκμαίρεσθαι Luc. — судить по следам молодости (чем был человек)2) бамбук Her. -
4 πυραμητος
См. также в других словарях:
άμητος — ἄμητος, ο (Α) [ἀμῶ] 1. ο θερισμός 2. η εποχή τού θερισμού, το θέρος … Dictionary of Greek
ἀμητός — ἄμητος reaping masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄμητος — ἄμης masc gen sg ἄμητος reaping masc nom sg ἄ̱μητος , ἄμητος reaping masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμητός — ο (Α ἀμητός) [ἀμῶ] 1. συγκομιδή καρπών από τον θερισμό 2. ο θεριζόμενος καρπός νεοελλ. 1. κάθε συγκομιδή 2. αποκόμιση πνευματικών αγαθών … Dictionary of Greek
ἀμητόν — ἄμητος reaping masc/fem acc sg ἄμητος reaping neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμήτοιο — ἄμητος reaping masc gen sg (epic) ἀ̱μήτοιο , ἄμητος reaping masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμήτου — ἄμητος reaping masc gen sg ἀ̱μήτου , ἄμητος reaping masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμήτῳ — ἄμητος reaping masc dat sg ἀ̱μήτῳ , ἄμητος reaping masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄμητον — ἄμητος reaping masc acc sg ἄ̱μητον , ἄμητος reaping masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμητοῖο — ἄμητος reaping masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμητοῖς — ἄμητος reaping masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)