-
61 εκφερω
(fut. ἐξοίσω, aor. 1 ἐξήνεγκα - эп.-ион. ἐξένεικα, aor. 2 ἐξήνεγκον; aor. pass. ἐξηνέχθην)1) выносить(τι ἐκ τοῦ μεγάρου Her.; τινὰ πολέμοιο Hom.)
2) выносить на берегπόντου νιν ἐξήνεγκε κλύδων Eur. — его выбросила на берег морская волна:
τὸν (Ἁρίονα) δελφῖνα λέγουσι ἐξενεῖκαι ἐπὴ Ταίναρον Her. — говорят, что Ариона дельфин доставил в Тенарон3) выносить для погребения(ἐξενεῖκαί τινα καὴ θάψαι Her.; νεκρόν Eur.)
4) уносить, похищать(τρία ἄλεισα Hom.)
5) med. уносить или увозить с собой(κόμης ἀγάλματα Eur.; τὰ ἑαυτοῦ Thuc.)
6) приобретать, получать(λοισθήϊον ἄεθλον Hom.)
; med.ἐ. νίκην Her., Plut. — одерживать победу;
7) увлекать, склонять(προς ὑποψίας τινά Plut.)
; pass. быть увлекаемым, поддаваться(ἀπαιδευσίᾳ ὀργῆς Thuc. и πρὸς ὀργήν Soph.)
ἐκφέρεσθαι πρὸς αἰδῶ Eur. — быть склонным к почтительности:λέγων ἐξηνέχθην Plat. — я (слишком) увлекся в своей речи;ἐπὴ τέν ἀλήθειαν ἐξενεχθεὴς τῇ ὑπονοίᾳ Plut. — догадавшись в чем дело;ἐκφέρεσθαι ἐπὴ τέν μάχην Plut. — устремляться в бой;ἐκφέρεσθαι ὑπ΄ αὐτοῦ τοῦ πράγματος Arst. — следуя самому существу вопроса8) производить на свет, рождать(τὸν τῆς Δήμητρος καρπόν Her.; κύημα εἰς φῶς Plat.; σπέρμα Arst.)
9) вынашивать, донашивать(τὸ κύημα μέχρι или διὰ τέλους и εἰς τέλος Arst.)
10) выказывать, обнаруживать, проявлять(δύνασιν Eur.; κακίας μεγάλας ὥσπερ ἀρετάς Plut.; med. μέγα τι σθένος Soph.)
11) произносить(λόγον τινά Soph. - ср. 12)
12) (тж. ἐν φανερῷ ἐ. Plut.) объявлять, открывать, рассказывать, разглашать(τέν ἐπιχείρησιν Her.; τὸν λόγον τινός Plat. - ср. 11; εἰς τοὺς Ἕλληνας τὰ ἁμαρτήματά τινος Isocr.)
οὔποτ εἰς Ἕλληνας ἐξοισθήσεται ὡς … Eur. — никогда среди греков не будет речи о том, что …;ἐ. ἐπὴ γέλωτί τι Plut. — выносить что-л. на посмеяние13) излагать, выражать(πλεῖστον νοῦν ἐν βραχυτάτῃ λέξει и βραχέως τι Plut.)
γνώμην κατὰ τὠυτὸ ἐκφέρεσθαι Her. — высказывать единогласное мнение14) представлять, предъявлять(δεῖγμα Dem. и δεῖγμα εἰς φῶς Plat.; μαρτυρίας τινός Dem.)
15) представлять, предлагать, вносить на утверждениеἐ. ὅρον τινός Arst. — предлагать определение чего-л.16) выпускать в свет, публиковать(διὰ μέτρων τι Arst.; Ἀριστοφάνης τὰς Νεφέλας ἐξέφερε Plut.)
τὸ τέλος ἐ. Plut. — издавать указ17) вводить (во всеобщее употребление), изобретать, создавать(τέν ἰατρικήν Diod.)
18) обращать, направлять(τὸ μῖσος εἴς τινα Polyb.)
ἐ. πόλεμον πρός τινα Xen., Arst., Plut., τινι Polyb., ἐπὴ τέν χώραν Her. и ἐπί τινι Plut. — идти войной на кого-л.19) приводить к концу, исполнять(τὸ μισθοῖο τέλος Hom.; τὸ μόρσιμον Pind.; ἐς ὀρθὸν τὰ μαντεύματα Soph.)
20) приводить(τινὰ ἐν τῇ σκέψει Plat.)
ἐνταῦθ΄ ἐξηνέχθην εἰς ἅπερ Πρωταγόρας λέγει Plat. — я вынужден сказать как Протагор21) грам. med. оканчиватьсяἐ. ἐπιρρηματικῶς — иметь наречное окончание22) выбегать вперед, опережатьἥ ἅμαξα τὸν βοῦν πολλάκις ἐκφέρει погов. Luc. — повозка часто опережает быка, т.е. все ставится вверх дном -
62 ευτροχος
I2[τρέχω]1) правильно или легко движущийся(κύκλος Plat., Plut.)
2) плавно скользящий(βρόχοι Xen.)
3) проворный, бойкий(γλῶσσα Eur.; ἐν τῷ διαλέγεσθαι Plut.)
4) приводящий в быстрое движение(λαίφεα Anth.)
IIэп. ἐΰτροχος 2[τρόχος]1) с красивыми колесами(ἅρμα Hom., Hes.; ἅμαξα Hom.)
2) хорошо закругленный, (совершенно) круглый(τεῖχος Anth.)
ἀντίπηγος εὔ. κύκλος Eur. — круглая корзина -
63 ημιονειος
-
64 κωλυμα
- ατος τό1) помеха, препятствие(φορᾶς Plat.; τοῦ συμπεσεῖν τὸν πόλεμον Plut.)
ἥ ἅμαξα κ. οὖσα προσθεῖναι Thuc. — так как повозка мешала запереть (ворота)2) предупредительная мера, защита -
65 μηχανοφορος
-
66 τετρακλινος
-
67 αγώ(γ)ι(ον)
τό1) груз, товар;αμαξά, έχεις αγώ(γ)ι(ον); — извозчик, ты свободен?;
2) воз (чего-л.);ένα αγώ(γ)ι(ον) ξύλα — воз дров;
3) провоз, перевозка; извоз;4) см. αγωγιάτικα;§ τό αγώ(γ)ι(ον) ξυπνά τον αγωγιάτη — хорошо заплатишь — быстро поедешь
-
68 αγώ(γ)ι(ον)
τό1) груз, товар;αμαξά, έχεις αγώ(γ)ι(ον); — извозчик, ты свободен?;
2) воз (чего-л.);ένα αγώ(γ)ι(ον) ξύλα — воз дров;
3) провоз, перевозка; извоз;4) см. αγωγιάτικα;§ τό αγώ(γ)ι(ον) ξυπνά τον αγωγιάτη — хорошо заплатишь — быстро поедешь
-
69 αγώ(γ)ι(ον)
τό1) груз, товар;αμαξά, έχεις αγώ(γ)ι(ον); — извозчик, ты свободен?;
2) воз (чего-л.);ένα αγώ(γ)ι(ον) ξύλα — воз дров;
3) провоз, перевозка; извоз;4) см. αγωγιάτικα;§ τό αγώ(γ)ι(ον) ξυπνά τον αγωγιάτη — хорошо заплатишь — быстро поедешь
-
70 αγώ(γ)ι(ον)
τό1) груз, товар;αμαξά, έχεις αγώ(γ)ι(ον); — извозчик, ты свободен?;
2) воз (чего-л.);ένα αγώ(γ)ι(ον) ξύλα — воз дров;
3) провоз, перевозка; извоз;4) см. αγωγιάτικα;§ τό αγώ(γ)ι(ον) ξυπνά τον αγωγιάτη — хорошо заплатишь — быстро поедешь
-
71 ασθενοφόρος
ος, ον предназначенный для транспортировки больных;ασθενοφόρος άμαξα — или τό ασθενοφόρον — машина скорой помощи
-
72 Αμαξαι
-
73 Ἄμαξαι
-
74 Αμαξαν
-
75 Ἄμαξαν
-
76 Αμαξών
-
77 Ἀμαξῶν
-
78 Αμάξαις
-
79 Ἀμάξαις
-
80 Αμάξη
См. также в других словарях:
ἁμάξα — ἁμάξᾱ , ἄμαξα frame work fem nom/voc/acc dual (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄμαξα — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄμαξα — frame work fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅμαξα — ἄμαξα frame work fem nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμαξα — η (Α ἅμαξα και ἄμαξα) 1. τροχοφόρο που σύρεται από υποζύγια και χρησιμοποιείται για μεταφορά ανθρώπων ή πραγμάτων από τόπο σε τόπο (στα αρχ., ειδικότερα, ο σκελετός, το πλαίσιο τής άμαξας, το αμάξωμα πρβλ. και ἀπήνη) 2. φρ. «τού λέω (ή τού ψέλνω) … Dictionary of Greek
άμαξα — η 1. τροχοφόρο μεταφορικό μέσο που το σέρνουν άλογα και χρησιμεύει κυρίως για μεταφορά ανθρώπων: Πήγαν περίπατο με την άμαξα. 2. οποιοδήποτε τροχοφόρο όχημα: Πήγαν με την αυτοκινητάμαξα (το οτομοτρίς). 3. φρ., «Άκουσα τα εξ αμάξης», άκουσα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άμαξα και άρμα — Δύο πανάρχαια μέσα συγκοινωνίας, γνωστά με διάφορες παραλλαγές σχεδόν σε όλους τους λαούς. Η ά. γεννήθηκε από την προσαρμογή στο έλκηθρο (που ήταν γνωστό από το 7000 π.Χ.) του τροχού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως βιοτεχνικό και… … Dictionary of Greek
Ἀμάξας — Ἀμάξᾱς , Ἄμαξα fem acc pl Ἀμάξᾱς , Ἄμαξα fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμάξας — ἀμάξᾱς , ἄμαξα frame work fem acc pl ἀμάξᾱς , ἄμαξα frame work fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμάξας — ἁμάξᾱς , ἄμαξα frame work fem acc pl (attic) ἁμάξᾱς , ἄμαξα frame work fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμαξάων — Ἀμαξά̱ων , Ἄμαξα fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)