Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἄλῠχνος

См. также в других словарях:

  • ἄλυχνος — without lamp masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλυχνος — η, ο (Α ἄλυχνος, ον) [λύχνος] αυτός που δεν έχει λύχνο ή φως, αφώτιστος νεοελλ. ο υπερβολικά φτωχός, πάμφτωχος …   Dictionary of Greek

  • άλυχνος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν έχει λυχνάρι, άφωτος, πολύ φτωχός: Άλυχνοι ζούμε οι φτωχοί για να χουν φως οι πλούσιοι (παροιμ. φρ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἄλυχνον — ἄλυχνος without lamp masc/fem acc sg ἄλυχνος without lamp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύχνος — I Σκεύος φωτισμού της αρχαιότητας αλλά και μεταγενέστερων εποχών. Αποτελείται κυρίως από ένα δοχείο που φέρει την καύσιμη ύλη (λάδι ή λίπος) και ένα φιτίλι που καίγεται, βυθισμένο σε αυτήν. Το μέσο αυτό εκτόπισε γρήγορα τα κεριά και τα δαδιά, ενώ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»