-
1 αλυχνος
-
2 άλυχνος
η, ο [ος, ον ]1) живущий без света, во тьме; 2) перен. бедный
См. также в других словарях:
ἄλυχνος — without lamp masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλυχνος — η, ο (Α ἄλυχνος, ον) [λύχνος] αυτός που δεν έχει λύχνο ή φως, αφώτιστος νεοελλ. ο υπερβολικά φτωχός, πάμφτωχος … Dictionary of Greek
άλυχνος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν έχει λυχνάρι, άφωτος, πολύ φτωχός: Άλυχνοι ζούμε οι φτωχοί για να χουν φως οι πλούσιοι (παροιμ. φρ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄλυχνον — ἄλυχνος without lamp masc/fem acc sg ἄλυχνος without lamp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύχνος — I Σκεύος φωτισμού της αρχαιότητας αλλά και μεταγενέστερων εποχών. Αποτελείται κυρίως από ένα δοχείο που φέρει την καύσιμη ύλη (λάδι ή λίπος) και ένα φιτίλι που καίγεται, βυθισμένο σε αυτήν. Το μέσο αυτό εκτόπισε γρήγορα τα κεριά και τα δαδιά, ενώ … Dictionary of Greek