-
1 αλυτος
21) неразрывный, нерасторжимый(πέδαι Hom.; δεσμοί Hom., Aesch., Plat., Plut.; φιλία Plut.)
2) нерушимый, непоколебимый, надежный(τὰ ἐνέχυρα Plut.)
3) неотвратимый, неизбежный(πολέμοιο πεῖραρ Hom.)
4) неопровержимый, непреложный(τεκμήριον Arst.)
5) непрерывный, сплошной(κύκλος Pind.)
7) нерастворимыйἄ. ὑγρῷ Arst. — нерастворимый в воде
8) нерастворенный Plat. -
2 άλυτος
η, ο [ος, ον ]1) неразвязанный; неотвязанный; 2) нерешённый или неразрешимый; 3) нерушимый, прочный -
3 άλυτος
[алитос] εκ. неразвязанный, неразрешённый,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > άλυτος
-
4 άλυτος
[алитос] επ неразвязанный, неразрешённый.
См. также в других словарях:
ἄλυτος — not to be loosed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλυτος — η, ον (AM ἄλυτος, ον) 1. γεν. αυτός που δεν λύθηκε ή δεν μπορεί να λυθεί 2. άρρηκτος, αδιάσπαστος, στέρεος 3. συνεχής, αδιάκοπος, ακατάλυτος και (στα μσν.) αιώνιος 4. ο μη χαλαρωμένος, ο αχαλάρωτος νεοελλ. αρχ. αυτός τού οποίου δεν βρέθηκε η λύση … Dictionary of Greek
άλυτος — η, ο αυτός που δε λύθηκε ή δεν μπορεί να λυθεί: Έχω τα προβλήματα ακόμη άλυτα. – Το πρόβλημα αυτό είναι άλυτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀλύτως — ἄλυτος not to be loosed adverbial ἄλυτος not to be loosed masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄλυτον — ἄλυτος not to be loosed masc/fem acc sg ἄλυτος not to be loosed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλυτώτεροι — ἄλυτος not to be loosed masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλύτοιο — ἄλυτος not to be loosed masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλύτοις — ἄλυτος not to be loosed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλύτοισι — ἄλυτος not to be loosed masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλύτου — ἄλυτος not to be loosed masc/fem/neut gen sg ἀλύτης police officer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλύτους — ἄλυτος not to be loosed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)