Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἄλυρος

См. также в других словарях:

  • άλυρος — ἄλυρος, ον (Α) [λύρα] 1. ο δίχως υπόκρουση λύρας, αυτός που δεν συνοδεύεται από λύρα 2. (για ποιήματα) αυτός που δεν αξίζει να συνοδευτεί από λύρα, ο αταίριαστος για λύρα 3. φρ. «Ἄιδος μοῑρ’ ἄλυρος», για τον θάνατο «ὕμνοι ἄλυροι» άγριοι θρήνοι… …   Dictionary of Greek

  • ἄλυρος — without the lyre masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλυρον — ἄλυρος without the lyre masc/fem acc sg ἄλυρος without the lyre neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλύροις — ἄλυρος without the lyre masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλύρους — ἄλυρος without the lyre masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλύρων — ἄλυρος without the lyre masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλυρα — ἄλυρος without the lyre neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλυροι — ἄλυρος without the lyre masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλμυρός — I Κωμόπολη (υψόμ. 60 μ., 7.566 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αλμυρού του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αλμυρού. Ο σημερινός Α., που ιδρύθηκε τον 13ο αι., είναι ομώνυμος του παλαιότερου οικισμού που είχε δημιουργηθεί τον 9ο αι. μ.Χ.,… …   Dictionary of Greek

  • λύρα — I (Ζωολ.). Κοινή ονομασία στρουθιομόρφων πτηνών του γένους Menura, της οικογένειας των μηνουριδών. Βλ. λ. μηνουρίδες. II (Μουσ.). Μουσικό όργανο. Προέρχεται από τη Σουμερία (3η χιλιετία π.Χ.), αλλά συνδέθηκε άμεσα με την αρχαία Ελλάδα, ενώ,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»