-
1 ἔπ-αλπνος
-
2 ἄλπνιστος
-
3 ἔπαλπνος
См. также в других словарях:
άλπνιστος — ἄλπνιστος, η, ον (Α) (υπερθ. τού επιθ. *ἄλπνος που απαντά μόνο ως σύνθετο, πρβλ. ἔπαλ πνος) γλυκύτατος, φίλτατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἄλπνιστος (σύμφωνα με άλλη άποψη ἄλπιστος, χωρίς το πρόσφυμα ν ) συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα αλπ < *Fαλπ,… … Dictionary of Greek
έπαλπνος — ἔπαλπνος, ον (Α) γλυκός, προσηνής, ευχάριστος, τερπνός («νόστος... ἔπαλπνος», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *αλπνός (θετ. βαθμός τού άλπνιστος «ηδύτατος, πολύ εύχάριτος»), τ. που απαντά μόνο στο ανωτέρω σύνθετο] … Dictionary of Greek