Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἄλλως+τε+καὶ+εἰ

  • 1 Especially

    adv.
    P. διαφερόντως, ἐν τοῖς μάλιστα, P. and V. μλιστα, οὐχ ἥκιστα, V. ἐξόχως.
    With a clausefollowing: P. and V. ἄλλως τε καί, V. ἄλλως τε πάντως καί.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Especially

  • 2 Particularly

    adv.
    Especially: P. and V. μλιστα, οὐχ ἥκιστα, P. ἐν τοῖς μάλιστα, διαφερόντως, V. ἐξόχως.
    With a clause following: P. and V. ἄλλως τε καί, V. ἄλλως τε πάντως καί.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Particularly

  • 3 Waste

    v. trans.
    Devastate, ravage: P. and V. δῃοῦν, τέμνειν (Eur., Hec. 1204), P. κείρειν, ἀδικεῖν, κακουργεῖν.
    Plunder: P. and V. πορθεῖν, ἐκπορθεῖν, διαπορθεῖν, ἁρπάζειν, ναρπάζειν, διαρπάζειν, συλᾶν, λῄζεσθαι, φέρειν, P. ἄγειν καὶ φέρειν, διαφορεῖν, λῃστεύειν, V. πέρθειν, ἐκπέρθειν (also Plat. but rare P.).
    Make desolate: P. and V. ἐρημοῦν, ἐξερημοῦν.
    Wear out: P. and V. τρχειν (only pass. in P.), Ar. and P. ποκναίειν, κατατρβειν, P. ἐκτρυχοῦν, V. τρειν (pass. also in Plat. but rare P.), Ar. and V. τείρειν, V. γυμνάζειν.
    Wither, make to pine: P. and V. μαραίνειν, V. μαυροῦν (also Xen. but rare P.), αὐαίνειν, συντήκειν, ἐκτήκειν, Ar. and V. τήκειν; see Wither.
    Wasted with sickness: V. παρειμένος νόσῳ (Eur., Or. 881).
    Spend: P. and V. ναλίσκειν, ναλοῦν.
    Spend ( money): Ar. and P. δαπανᾶν.
    You waste words: V. λόγους ἀναλοῖς (Eur., Med. 325).
    Wasted are all words of remonstrance: V. περισσοὶ πάντες οὑν μέσῳ λόγοι. (Eur. Med. 819).
    Squander: P. and V. ἐκχεῖν, V. ἀντλεῖν, διασπείρειν.
    Waste one's substance: P. οἰκοφθορεῖν (Plat.).
    Their private means through idleness are wasted and lost in riotous living: V. τὰ δʼ ἐν δόμοις δαπάναισι φροῦδα διαφυγόνθʼ ὑπʼ ἀργίας (Eur., H. F. 591).
    Let slip, throw away: P. and V. ποβάλλειν, P. προΐεσθαι.
    Waste time: P. χρόνον κατατρίβειν, χρόνον ἐμποιεῖν, or use P. and V. μέλλειν (absol.), χρονίζειν (absol.), Ar. and P. διατρβειν (absol.), Ar. τριψημερεῖν (absol.); see Delay.
    They wasted time before it (the town): P. ἄλλως ἐνδιάτριψαν χρόνον περὶ αὐτὴν (Thuc. 2, 18; cp. Ar., Ran. 714).
    That no time may be wasted in the operations: P. ἵνα μηδεὶς χρόνος ἐγγένηται τοῖς πράγμασι (Dem. 445).
    Waste one's labour, do more than is necessary: P. περιεργάζεσθαι, V. περισσ πράσσειν, περισσ δρᾶν.
    ——————
    adj.
    Desolate: P. and V. ἐρῆμος.
    Useless: P. and V. κενός, νωφελής, μταιος; see Vain.
    Excessive: P. and V. περισσός (Soph., Ant. 780).
    They treated the agreement as so much waste paper: P. ἡγοῦντο εἶναι τὴν συγγραφὴν ἄλλως ὕθλον καὶ φλυαρίαν (Dem. 931).
    ——————
    subs.
    Desolation: P. and V. ἐρημία, ἡ.
    Expenditure: P. and V. νλωμα, τό.
    This is a foolish waste of breath: V. σκαιόν γε ἀνάλωμα τῆς γλώσσης τόδε (Eur., Supp. 547).
    Extravagance: P. ἀσωτία, ἡ.
    Waste of time: P. χρόνου διατριβή, ἡ, or use P. and V. διατριβή, ἡ alone; see Delay.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Waste

  • 4 не

    не 1
    μόριο αρνητικό
    1. δεν, δε• μη(ν) όχι•

    я не хочу εγώ δε θέλω•

    я не пойду домой εγώ δε θα πάω στο σπίτι•

    не люблю его δεν τον αγαπώ•

    он не благоразумен αυτός δεν είναι συνετός•

    это не может не удаться αυτό δεν μπορεί να μην επιτευχθεί•

    быть или не быть! να ζει κανείς ή να μη ζει!•

    он так жаден, что -ест, а пожирает είναι τόσο λαίμαργος, που δεν τρώγει, αλλά καταβροχθίζει•

    не бери μην παίρνεις•

    он ехал не с сыном αυτός ταξίδευε όχι με το παιδί (χωρίς το παιδί)•

    он кричит, а не пот αυτός γκαρίζει, δεν τραγουδάει•

    я не сомневаюсь, что он прав δεν αμφιβάλλω ότι αυτός έχει δίκαιο•

    никогда не лгите ποτέ μη λέτε ψέματα•

    не сегодня, так завтра αν όχι σήμερα, αύριο (θα γίνει).

    || (με ρ.) δεν, μην•

    не могу не согласиться δεν μπορώ να μη συμφωνήσω•

    не могу не признать δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω (παραδεχτώ).

    || σχεδόν•

    работает и не работает εργάζεται και δεν εργάζεται, ούτε δουλεύει ούτε δεν δουλεύει•

    горит не горит καίει και δεν καίει, σχεδόν δεν καίει.

    2. (μαζί με συνδέσμους)• ειδεμή, άλλως, αλλιώτικα, διαφορετικά, σε αντίθετη περίπτωση•

    уходи не то плохо тебе будет φεύγα, διαφορετικά θά χεις κακά ξεμπερδέματα.

    εκφρ.
    не то что..., а... – όχι (το)..., αλλά...• не то чтобы..., а... όχι (για) να.., αλλά...• не то чтобы не..., а... όχι (για) να μην..., αλλά...• не кто иной (другой), как... όχι κανένας άλλος, παρά...• не только..., но... όχι μόνο..., αλλά...,• не только..., но и.... όχι μόνο..., αλλά και....• не столько сколько..., όχι τόσο, όσο...• не настолько... чтобы... όχι τόσο (σε τέτοιο βαθμό), ώστε...• хотя не..., но (однако).... αν και δεν..., όμως...• тем не менее εν τούτοις, και όμως.
    не 2
    (πάντοτε τονιζόμενο)• δεν•

    не за что благодарить δεν αξίζει να ευχαριστήσεις•

    не за что купить δεν έχω (χρήματα) να αγοράσω•

    не для чего говорить.об этом δεν θέλω κουβέντα γι αυτό•

    мне не для чего его видеть δε θέλω (ούτε) να τον βλέπω•

    не к чему (не зачем) туда ходить δεν υπάρχει λόγος να πηγαίνω εκεί•

    не у кого спросить δεν υπάρχει κανένας να ρωτήσω•

    не о чем писать δεν έχω τι να γράψω•

    не о чём говорить δεν έχω τι να πώ•

    мне не к кому обратиться δεν έχω αε ποιόν να απευθυνθώ•

    не за что τίποτε παρακαλώ, (απάντηση στο ευχαριστώ κάποιου).

    εκφρ.
    не раз – όχι μια φορά (πολλές φορές, επανειμμένα)•
    ему было не по себе – αυτός δεν αισθανόταν καλά.

    Большой русско-греческий словарь > не

  • 5 так

    так
    1. нареч (таким образом) ἔτσι, τοιουτοτρόπως, ὁδτως:
    сделай \так κάνε τό ἔτσι· сделай \так, чтобы... κάνε ἔτσι πού...· говорить \так как нужно μιλῶ ἔτσι ὅπως πρέπει· делать не \так как нужно κάνω κάτι ὄχι ὅπως χρειάζεται· \так работать нельзя ἔτσι δέν γίνεται δουλειά· \так бы и сказал δέν τώλεγες ἀπό νωρίτερα, δέν τώλεγες ἀπό τήν ἀρχή· \так тому́ и быть ἄς γίνει ἔτσι· \так же μέ τόν ἰδιο τρόπο, ὅμοια· \так же как τό ἰδιο ὅπως· если \так... λοιπόν, ἐν τοιαύτη περιπτώσει...·
    2. нареч (без причины, случайно) (νά) ἔτσι:
    занялся этим \так, от ску́ки καταπιάστηκα μ' αὐτό ἔτσι γιά νά διασκεδάσω τήν ἀνία μου·
    3. нареч (настолько) τόσο[ν]:
    я сегодня \так много ходил σήμερα περπάτησα τόσο πολύ· он \так изменился, что... ἀλλαξε τόσο πού...· кругом \так тихо εἶναι τόσο ήσυχα τριγύρω· бу́дьте \так добры λάβετε τήν καλωσύνη· не \так скоро будет ὄχι πολύ σύντομα·
    4. частица (в таком случае, тогда) τότε:
    я не хочу́ вас слу́шать, \так Так уйдите δέν θέλω νά σας ἀκούω, \так Τότε νά φύγετε·
    5. частица (значит, стало быть) λοιπόν, ὡστε:
    \так мы едем? ἀναχωρούμε λοιπόν;· \так ты согласен? είσαι λοιπόν σύμφωνος;· \так это он? αὐτός εἶναι λοιπόν;·
    6. частица усилительная:
    вот э́то веселье \так веселье αὐτό μάλιστα εἶναι διασκέδαση· как же \так? πῶς ἔτσι;, γιατί;·
    7. частица (приблизительно) κατά, περί, γύρω:
    часу́ \так в третьем κατά τίς τρεις ἡ ῶρα·
    8. союз (вследствие этого, потому) γι· αὐτό:
    здесь очень жарко--ты открой окно́ ἐδῶ κάνει πολύ ζέστη, γι· αὐτό ἄνοιξε τό παράθυρο·
    9. союз:
    \так как μιά πού, δεδομένου ὀτι, ἐπειδή, γιατί· мы легли́ спать, \так как было поздно ξαπλώσαμε νά κοιμηθούμε γιατί ἡταν ἀργά·
    10. союз:
    \так что ἔτσι πού, ἔτσι ὡστε, γι ' αὐτό· снег был глубокий, \так что ноги проваливались τό χιόνι ήτανε βαθύ, ἔτσι πού τά πόδια βουλιάζανε·
    11. союз (но, однако) ἀλλα, ὅμως:
    я тебе говорила, \так ты и слу́шать не хотел ἐγώ στό ἐλεγα, ὅμως ἐσύ δέν ήθελες νά μ· ἀκούσεις· ◊ \так или иначе ἔτσι είτε ἀλλιως, ὁδτως ἡ ἀλλως, ὁπωσδήποτε· \так называемый ὁ λεγόμενος, ὁ δήθεν если \так λοιπόν, ἐν τοιαύτη περιπτώσει· и \так далее καί оСто καθεξής· \так и сяк κι ἔτσι κι ἀλλιῶς· \так и есть ἔτσι καί εἶναι, σωστά· \так и быть ἄς εἶναι, σύμφωνοι· так себе ἔτσι κι ἔτσι, ὑποφερτά· не \так ли? ἔτσι δέν εἶναι;· \так точно! (в ответе) μάλιστα!· \так сказать νά ποῦμε, ὁδτως είπεΐν как бы не \так κάθε ἀλλο, τί λές καημένε.

    Русско-новогреческий словарь > так

  • 6 General

    adj.
    Common, shared by all: P. and V. κοινός, V. ξυνός, πάγκοινος.
    Public: P. and V. κοινός, Ar. and P. δημόσιος.
    Customary: P. and V. συνήθης, εἰωθώς, νόμιμος, εἰθισμένος, ἠθς, P. σύντροφος, Ar. and P. νομιζόμενος.
    What is this general assertion that you make? V. ποῖον τοῦτο πάγκοινον λέγεις; (Soph., Ant. 1049).
    Keeping as near possible to the general tenor of the words really spoken: P. ἐχόμενος ὅτι ἐγγύτατα τῆς συμπάσης γνώμης τῶν ἀληθῶς λεχθέντων (Thuc. 1, 22).
    Do you mean the ruler and superior in the general sense or in the exact signification: P. ποτέρως λέγεις τὸν ἄρχοντά τε καὶ τὸν κρείσσονα τὸν ὡς ἔπος εἰπεῖν ἢ τὸν ἀκριβεῖ λόγῳ (Plat., Rep. 341B).
    The plague was such in its general manifestations: P. τὸ νόσημα... τοιοῦτον ἦν ἐπὶ πᾶν τὴν ἰδεαν (Thuc. 2, 51).
    In general: see Generally.
    People in general: P. and V. οἱ πολλοί, τὸ πλῆθος.
    Judging from my assertions and my public life in general: P. ἐνθυμούμενοι ἐκ τῶν εἰρημενων καὶ τῆς ἄλλης πολιτείας (Lys. 111).
    On general grounds: P. and V. ἄλλως (Eur., I.A. 491).
    ——————
    subs.
    P. and V. στρατηγος, ὁ, V. στρατηλτης, ὁ, Ar. and V. ταγός, ὁ.
    Leader: P. and V. ἡγεμών, ὁ; see also Commander.
    Be general, v.: P. and V. στρατηγεῖν, V. στρατηλατεῖν.
    Of a general, adj.: P. στρατηγικός.
    Lake a good general, adv.: Ar. στρατηγικῶς.
    General's guarters: P. and V. στρατήγιον, τό.
    The opening of the general's tent: V. στρατηγδες πύλαι, αἱ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > General

  • 7 Else

    adv.
    Other: use P. and V. ἄλλος, ἕτερος.
    From no one else: P. οὐδαμόθεν ἄλλοθεν.
    Otherwise: P. and V. ἄλλως.
    ——————
    conj.
    Use P. and V. εἰ δὲ μή, or sometimes ἐπεί.
    One who is blind in his seer-craft.
    Else tell me where you show yourself a true prophet: V. ὅστις... τὴν τέχνην ἔφυ τυφλός. ἐπεὶ, φέρʼ εἰπέ, ποῦ σὺ μάντις εἶ σαφής (Soph., O.R. 389).
    This seems to me to be the case with this man, else how is it just...? P. ὅπερ καὶ οὗτος ἐμοί γε δοκεῖ πάσχειν· ἐπεὶ, φέρε, πῶς ἐστι δίκαιον...; (Dem. 879).
    You had no better advice to offer, else they would not have followcd mine: P. σὺ οὐχ ἕτερα εἶπες βελτίω τούτων· οὐ γὰρ τούτοις ἂν ἐχρῶντο (Dem. 294).
    I love my own children, else were I mad: φιλῶ ἐμαυτοῦ τέκνα· μαινοίμην γὰρ ἄν (Eur., I.A. 1256).
    HEC. Did not ( the god) prophesy to you any of the woes you now endure? POLY. No. Else you would not have trapped me thus by stratagem.
    ἙΚ. σοὶ δʼ οὐκ ἔχρησεν οὐδὲν ὧν ἔχεις πόνων; – ΠΟΛΥ. οὐ γάρ ποτʼ ἂν σύ μʼ εἷλες ὧδε σὺν δόλῳ.(Eur., Hec. 1268).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Else

  • 8 Generally

    adv.
    In common: P. and V. κοινῇ.
    For the most part: P. ὡς ἐπὶ πολύ, τὰ πολλά (Thuc. 1, 122).
    To speak generally, in general terms: P. ὡς ἐπὶ πᾶν εἰπεῖν.
    As is generally the case: P. οἷα... φιλεῖ γίγνεσθαι (Thuc. 7, 79).
    Generally and in detail: κατὰ πᾶν καὶ καθʼ ἕκαστον.
    Broadly, in outline: P. ἁπλῶς, οὐκ ἀκριβῶς, τύπῳ.
    On general grounds: P. and V. ἄλλως (Eur., I.A. 491).
    Customarily: P. and V. εἰωθότως, P. συνήθως.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Generally

  • 9 Popular

    adj.
    Of the people; Ar. and P. δημοτικός.
    The popular voice: V. δημόθρους φήμη, ἡ.
    In favour with the people: Ar. and P. δημοτικός.
    Honoured: P. and V. ἔντιμος.
    Courteous: P. and V. φιλάνθρωπος, φιλόφρων (Xen.), P. κοινός.
    For other reasons too the Athenians were no longer so popular in their government: P. ἦσαν δέ πως καὶ ἄλλως οἱ Ἀθηναῖοι οὐκέτι ὁμοίως ἐν ἡδονῇ ἄρχοντες (Thuc. 1, 99).
    Charming: Ar. and P. χαρίεις.
    Common, generally received: P. and V. συνήθης, νόμιμος.
    Music in the popular sense: P, ἡ δημώδης μουσική (Plat., Phaedo. 61A).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Popular

  • 10 Refuse

    v. trans.
    Decline: P. and V. οὐ δέχεσθαι, πωθεῖν (or mid.), παρωθεῖν (or mid.), διωθεῖσθαι, ναίνεσθαι (Dem. and Plat. but rare P.), ἀρνεῖσθαι (Dem. 319), παρνεῖσθαι (Thuc. 6, 56), Ar. and P. οὐκ ποδέχεσθαι; see also Reject.
    Avoid: P. and V. φίστασθαι (gen.), εὐλαβεῖσθαι; see Avoid.
    Refuse an invitation: P. ἐπαινεῖν (acc.) (Xen.). cf. Ar., Ran. 508).
    Refuse to give: P. and V. φθονεῖν (gen. V. also acc.).
    Lo I stretch forth my hand and nothing shall be refused: V. ἰδοὺ προτείνω, κουδὲν ἀντειρήσεται (Soph., Trach. 1184).
    The ship shall take you and shall not be refused: V. ἡ ναῦς γὰρ ἄξει κοὐκ ἀπαρνηθήσεται (Soph., Phil. 527).
    Do not refuse when we are begging our first favour: P. μὴ... ἡμῶν τήν γε πρώτην αἰτησάντων χάριν ἀπαρνηθεὶς γένῃ (Plat., Soph. 217C).
    Refuse to (with infin.); Ar. and P. οὐκ ἐθέλειν, Ar. and V. οὐ θέλειν, V. ναίνεσθαι.
    Do not refuse to answer me this: P. μὴ φθόνει μοι ἀποκρίνασθαι τοῦτο (Plat., Gorg. 489A).
    Come to my house early to-morrow and don't refuse: P. αὔριον ἕωθεν ἀφίκου οἴκαδε καὶ μὴ ἄλλως ποιήσῃς (Plat., Lach. 201B; cf. Ar., Av. 133).
    ——————
    subs.
    P. and V. χλῆδος, ὁ (Dem. 1278, Æsch., frag.). V. καθάρματα, τά.
    Used met., of persons: Ar. and P. κθαρμα, τό, περίτριμμα, τό.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Refuse

См. также в других словарях:

  • άλλως — επίρρ. (Α ἄλλως) με άλλο τρόπο, διαφορετικά, αλλιώς νεοελλ. 1. σε αντίθετη περίπτωση, ειδεμή 2. (σε σύνθεση με το τε) άλλωστε εκτός τούτου, εξάλλου αρχ. 1. (σε συνδυασμό με άλλα επιρρ.) «ἄλλως πως» ή «πως ἄλλως», με κάποιο άλλο τρόπο, κάπως… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • συναίρω — και ποιητ. τ. συναείρω Α 1. σηκώνω μαζί με κάποιον 2. συμφωνώ με κάποιον, πηγαίνω με το μέρος κάποιου («ἄλλως τε καὶ συναίρων τῷ Πλάτωνι περὶ τῆς τοῡ κόσμου γενέσεως ἐπαγγειλάμενος», Φιλοπ.) 3. συνάγω, συναθροίζω («τοὺς δὲ πυροὺς οἱ γεωργοῡντες… …   Dictionary of Greek

  • λογοκρισία — Η επέμβαση από μέρους της εξουσίας, ώστε να εμποδιστεί ολικά ή μερικά η με οποιονδήποτε τρόπο διάδοση ιδεών και πληροφοριών. Οι απαρχές της λ. στην Ευρώπη τοποθετούνται στην αρχαία Ελλάδα, όπου τα θεατρικά έργα, προτού διδαχθούν, υποβάλλονταν… …   Dictionary of Greek

  • έτσι — (Μ ἔτσι και διαλεκτ. τ. ἔτσε, ἔτσου, ἔτις, ἴτις, ἴτσι, ἴτσου) επίρρ. 1. κατ αυτό τον τρόπο, τοιουτοτρόπως, με τον ίδιο τρόπο (α. «δεν έπρεπε να φερθείς έτσι» β. «έτσι θέλω κι έτσι κάνω» γ. «έτσι τ αποφάσισε τής ερωτιάς η κρίση», Ερωτόκρ.) 2. (για …   Dictionary of Greek

  • προϋπάρχω — ΝΜΑ [ὑπάρχω] 1. υπάρχω εκ τών προτέρων (α. «ἡ τών σωμάτων αὔξησις ἐκ τῶν προϋπαρχόντων ἐστὶν», Αριστοτ. β. «πᾶσα μάθησις ἐκ προϋπαρχούσης γίνεται γνώσεως», Αριστοτ.) 2. υπάρχω, υφίσταμαι πριν από κάποιον ή από κάτι άλλο (α. «το αμάρτημα προϋπήρξε …   Dictionary of Greek

  • ούτως — και ούτω (ΑΜ οὕτως και οὕτω) [ούτος] (το ούτως συν. πριν από φωνήεν, ενώ το ούτω πριν από σύμφωνο) (τροπ. επίρρ.) κατ αυτό τον τρόπο, τοιουτοτρόπως, έτσι («οὕτω καὶ ὑμεῑς ποιεῑτε αὐτοῑς», ΚΔ) νεοελλ. φρ. α) «ούτως εχόντων τών πραγμάτων» κάτω από… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»