-
1 άλλου
ἄλλοςy: neut gen sgἄλλοςy: masc gen sgἄλλουindeclform (adverb)——————ἅ̱λλου, ἅλλομαιsal-imperf ind mid 2nd sg (attic epic doric aeolic)ἅλλομαιsal-pres imperat mid 2nd sg (attic epic doric)ἅλλομαιsal-imperf ind mid 2nd sg (attic epic doric) -
2 ἄλλου
ἄλλου, anderswo, dem ποῠ entsprechend; gew. ist ἀλλαχοῠ; – ἀλλουγέπου, irgend sonst wo.
-
3 αλλού
-
4 ἀλλοῦ
-
5 ἄλλου
ἄλλου, anderswo/ irgend sonst wo -
6 αλλού
επίρρ. в другом месте; в другое место;αλλού τα γάρμπα — или αλλού να τα λες ( — или πουλάς) αυτά — расскажи это кому-нибудь другому;
από αλλού τα έμαθα — я это узнал из другого источника;
§ αλλού ο παπάς κι· αλλού τα ράσα του — посл, всё кувырком; — всё наготове:
сани — в Казани, хомут — на базаре;αλλού τα κακαρίσματα κι· αλλού γεννάν οι κότες — посл, не всегда там курочка кудахчет, где яйцо снесла
-
7 ἄλλου
Βλ. λ. άλλου -
8 ἅλλου
Βλ. λ. άλλου -
9 αλλού
-
10 ἄλλου
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἄλλου
-
11 αλλού
[аллу] επίρв другом месте. -
12 αλλού
başka yerde, başka yerel -
13 Αλλού τρίβουν τα λάχανα κι αλλού τρώνε την πίτα
Άλλοι σκάφτουν και κλαδεύουν, κι άλλοι πίνουν και μεθάνε– Αλλού τρίβουν τα λάχανα κι αλλού τρώνε την πίτα• Одни сажают, а другие плоды пожинаютИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008——————Άλλοι σκάφτουν και κλαδεύουν, κι άλλοι πίνουν και μεθάνεОдни вскапывают и подрезают, другие пьют и пьянеют• Одни сажают, а другие плоды пожинаютИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Αλλού τρίβουν τα λάχανα κι αλλού τρώνε την πίτα
-
14 Αλλού ο παπάς κι αλλού τα ράσα του
• Сани в Рязани, хомут на базареИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Αλλού ο παπάς κι αλλού τα ράσα του
-
15 Αλλού ο παπάς, κι αλλού τα ράσα του
Поп в одном месте, а его ряса в другом• Сани – в Казани, хомут – на базареИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Αλλού ο παπάς, κι αλλού τα ράσα του
-
16 Αλλού πατάς κι αλλού κοιτάς
• Смотри, куда идешь, а то придешь, куда смотришьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Αλλού πατάς κι αλλού κοιτάς
-
17 Αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννούν οι κότες
• Не всегда там курочка кудахчет, где яйцо снеслаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννούν οι κότες
-
18 Αλλού τα κακαρίσματα, κι αλλού γεννάν οι κότες
• Не всегда курочка кудахчет там, где яйцо снеслаИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Αλλού τα κακαρίσματα, κι αλλού γεννάν οι κότες
-
19 Αλλού να τα πουλάς
• Расскажи это своей бабушке• Ври большеИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Αλλού να τα πουλάς
-
20 Πληρώνω τα σπασμένα άλλου
• Расплачиваться за чужие грехиИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Πληρώνω τα σπασμένα άλλου
См. также в других словарях:
αλλού — επίρρ. τοπικό 1. (για στάση), σε άλλον τόπο: Τώρα κάθομαι αλλού. 2. (για κίνηση, οπότε συνοδεύεται και με την πρόθεση για), για άλλον τόπο, για άλλο μέρος: Ξεκίνησα γι αλλού και βρέθηκα αλλού. 3. με την πρόθεση από πριν από αυτό δείχνει την από… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλλού — επίρρ. (Μ ἀλλοῦ) 1. (δίχως κίνηση) σε άλλο τόπο, σε άλλο μέρος 2. (με κίνηση) προς άλλο τόπο, προς άλλη κατεύθυνση 3. α) σε άλλη αρχή, σε άλλη βάση β) σε άλλο πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἄλλος κατά τα αὐτός > αὐτοῦ, πάντα > παντοῦ. ΠΑΡ.… … Dictionary of Greek
ἄλλου — ἄλλος y neut gen sg ἄλλος y masc gen sg ἄλλου indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοῦ — ἀνά λόω lǎvo pres imperat mp 2nd sg ἀνά λόω lǎvo imperf ind mp 2nd sg (homeric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅλλου — ἅ̱λλου , ἅλλομαι sal imperf ind mid 2nd sg (attic epic doric aeolic) ἅλλομαι sal pres imperat mid 2nd sg (attic epic doric) ἅλλομαι sal imperf ind mid 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀββᾶ, τί κτίζεις ἄλλου ἀββᾶ κελλία;… — См. Знай себя, и того будет с тебя … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
άλλος — η, ο (ΑΜ ἄλλος, η, ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο) 1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί 2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι 3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου… … Dictionary of Greek
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek