-
21 ἐξέρχομαι
ἐξέρχομαι, [tense] fut. - ελεύσομαι (but in [dialect] Att. ἔξειμι (A) supplies the [tense] fut., also [tense] impf. ἐξῄειν): [tense] aor. 2 ἐξῆλθον, the only tense used in Hom.:—A go or come out of, c. gen.loci, τείχεος, πυλάων, πόληος, Il.22.237, 413, 417;ἐκ δ' ἦλθε κλισίης 10.140
; ἐ. δωμάτων, χθονός, etc., A.Ch. 663, S.El. 778, etc.;ἐ. ἐκ.. Hdt.8.75
, 9.12, S.OC37, etc.;ἔξω τῆσδ'.. χθονός E.Ph. 476
; of an actor, come out on the stage, Ar.Ach. 240, Av. 512: abs., come forth,ἐ. καὶ ἀμῦναι Il.9.576
.b rarely c. acc.,ἐξῆλθον τὴν Περσίδα χώραν Hdt.7.29
;ἐ. τὸ ἄστυ Id.5.104
, cf.Arist.Pol. 1285a5, LXXGe.44.4.c abs., march out, go forth, Th.2.11, etc.;ἐπί τινα Hdt.1.36
.d of an accused person, withdraw from the country to avoid trial, opp. φεύγω, D.23.45.e ἐ. ὑπηρέτης to be commissioned to carry out an order of the court, Mitteis Chr.89.36(ii A.D.), etc.f c. acc. cogn., go out on an expedition, etc.,ἐ. ἐξόδους X.HG1.2.17
;στρατείαν Aeschin.2.168
; so παγκόνιτ' ἐ. ἄεθλ' ἀγώνων went through them, S.Tr. 506 (lyr.);νίκης ἔχων ἐξῆλθε.. γέρας Id.El. 687
.g with Preps., ἐ. ἐπὶ θήραν, ἐπὶ θεωρίαν, etc., X.Cyr.1.2.11, Pl.Cri. 52b, etc.; ἐπὶ πλεῖστον ἐ. pursue their advantages to the utmost, Th.1.70; εἰς τόδ' ἐ. ἀνόσιον στόμα allow oneself to use these impious words, S. OC 981; also ἐ. εἴς τινας come out of one class into another, as εἰς τοὺς τελείους ἄνδρας, opp. ἔφηβοι, X.Cyr.1.2.12.h of disease, pass off,ἢν ἐκ τοῦ ἄλλου σώματος ἡ νοῦσος ἐξεληλύθῃ Hp.Morb.2.13
.i of offspring, issue from the womb,τὰ μὲν τετελειωμένα, τὰ δὲ ἀτελῆ ἐ. Arist.Pr. 896a18
;ἐκ τῆς γαστρός M.Ant.9.3
.2 ἐ. εἰς ἔλεγχον stand forth and come to the trial, E.Alc. 640;ἐς χερῶν ἅμιλλαν ἐ. τινί Id.Hec. 226
: abs., stand forth, be proved to be, ; come forth (from the war), Th.5.31.3 c. acc. rei, execute, ἃ ἂν.. μὴ ἐξέλθωσιν (v.l. for ἐπεξ-) Id.1.70; τὸ πολὺ τοῦ ἔργου ἐξῆλθον (v.l. for ἐπεξ-) Id.3.108.5 with acc. of the instrument of motion,ἐ. οὐδὲ τὸν ἕτερον πόδα Din.1.82
.II of Time, come to an end, expire, Hdt.2.139, S.OT 735, PRev.Laws 48.9 (iii B.C.), etc.;τοῦ ἐξελθόντος μηνός Hyp.Eux.35
;ἐπειδὰν.. ὁ ἐνιαυτὸς ἐξέλθῃ Pl.Plt. 298e
;ἐλέγοντο αἱ σπονδαὶ ἐξεληλυθέναι X.HG5.2.2
.2 of magistrates, etc., go out of office, ἡ ἐξελθοῦσα βουλή Decr. ap. And.1.77, cf. Arist.Pol. 1273a16.III of prophecies, dreams, events, etc., to be accomplished, come true,ἐς τέλος ἐ. Hes.Op. 218
: abs.,τὴν ὄψιν συνεβάλετο ἐξεληλυθέναι Hdt.6.108
, cf. 82; ἐξῆλθε (sc. ἡ μῆνις) was satisfied, Id.7.137; ; κατ' ὀρθὸν ἐ. come out right, S.OT88;ἀριθμὸς οὐκ ἐλάττων ἐ. X.HG6.1.5
; of persons, μὴ.. Φοῐβος ἐξέλθη σαφής turn out a true prophet, S.OT 1011.2 of words, proceed,παρά τινος Pl.Tht. 161b
; of goods, to be exported, Id.Alc.1.122e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξέρχομαι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
άλλος — η, ο (ΑΜ ἄλλος, η, ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο) 1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί 2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι 3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου… … Dictionary of Greek
ἄλλου — ἄλλος y neut gen sg ἄλλος y masc gen sg ἄλλου indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλού — επίρρ. (Μ ἀλλοῦ) 1. (δίχως κίνηση) σε άλλο τόπο, σε άλλο μέρος 2. (με κίνηση) προς άλλο τόπο, προς άλλη κατεύθυνση 3. α) σε άλλη αρχή, σε άλλη βάση β) σε άλλο πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἄλλος κατά τα αὐτός > αὐτοῦ, πάντα > παντοῦ. ΠΑΡ.… … Dictionary of Greek
ԱՅԼ — I. (ոյ, ում, յայլմէ, լով, լոց, լովք.) NBH 1 0082 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c, 15c ա. Նոյն ձայն է եւ յն. լտ. տճկ. ա՛լլոս, ա՛լիուս, իլ, էլ. ἅλλος, λη, λο alius, ia, iud, λοιπός, ἑπίλοιπος… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
αυτού — και ευτού (AM αὐτοῡ) επίρρ. ακριβώς σ αυτό το μέρος, εδώ, εκεί νεοελλ. 1. τη στιγμή που, τότε που, καθώς 2. τότε, στη στιγμή αρχ. φρ. «αὐτοῡ ταύτη» ακριβώς εδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Γενική της αντωνυμίας αυτός (πρβλ. άλλος > αλλού, πάντα > παντού)] … Dictionary of Greek
ευτού — (επίρρ. αντί αυτού) αυτού, σ αυτό το μέρος, εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτού, γεν. τής αντωνυμίας αυτός, τής οποίας η σημασία επιρρηματικοποιήθηκε (πρβλ. άλλος > αλλού πας, παντός < παντού)] … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek