Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἄληπτος

См. также в других словарях:

  • άληπτος — ἄληπτος, ον (Α) [λαμβάνω] 1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν νικήσει ή να τόν πιάσει, ακατάβλητος, ασύλληπτος 2. ακατάληπτος, ακατανόητος 3. (στη στωική φιλοσοφία) (ο πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα άληπτα τα απαράδεκτα, σε αντίθ. προς τα ληπτά …   Dictionary of Greek

  • ἄληπτος — not to be laid hold of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀληπτότερον — ἄληπτος not to be laid hold of adverbial comp ἄληπτος not to be laid hold of masc acc comp sg ἄληπτος not to be laid hold of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλήπτως — ἄληπτος not to be laid hold of adverbial ἄληπτος not to be laid hold of masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄληπτον — ἄληπτος not to be laid hold of masc/fem acc sg ἄληπτος not to be laid hold of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀληπτοτέρους — ἄληπτος not to be laid hold of masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀληπτότατοι — ἄληπτος not to be laid hold of masc nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀληπτότατος — ἄληπτος not to be laid hold of masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀληπτότερα — ἄληπτος not to be laid hold of neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀληπτότεροι — ἄληπτος not to be laid hold of masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλήπτοις — ἄληπτος not to be laid hold of masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»