Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἄλεν

См. также в других словарях:

  • ἁλέν — ἀλέν , εἴλω shut in aor part pass neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Άλεν, Γούντι — (Woody Allen, Νέα Υόρκη 1935 –). Αμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και ηθοποιός, εβραϊκής καταγωγής. Γεννήθηκε στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης το 1935 και το πραγματικό του όνομα είναι Άλεν Στιούαρτ Κόνιγκσμπεργκ (Allen Stewart Konigsberg).… …   Dictionary of Greek

  • Αλέν — (Alain).Ψευδώνυμο του Γάλλου φιλοσόφου Εμίλ Ογκίστ Σαρτιέ (Emile August Chartier, Μορτάνι 1868 – Λε Βεζινέ 1951). Γιος κτηνίατρου, ξεκίνησε από τον θαυμασμό για τις θετικές επιστήμες και από την εξοικείωση με την παρατήρηση, για να στρέψει τον… …   Dictionary of Greek

  • ἀλέν — εἴλω shut in aor part pass neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλεν — εἴλω shut in aor ind pass 3rd pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Άλεν, κανόνας του- — Η εξάρτηση του μεγέθους ορισμένων σωματικών τμημάτων των ομοιόθερμων ζώων από τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος όπουν ζουν. Σύμφωνα με τον κανόνα αυτόν, μία από τις προσαρμοστικές μεταβολές τις οποίες υφίστανται τα ομοιόθερμα ζώα που ζουν σε… …   Dictionary of Greek

  • Αλέν-Φουρνιέ — (Alain Fournier, Λα Σαπέλ ντ’ Ανζιγιόν 1886 – Εσπάρζ 1914). Ψευδώνυμο του Γάλλου συγγραφέα Ανρί Αλμπάν Φουρνιέ. Από τους κύριους εκπρόσωπους μιας αφηγηματικής τέχνης, λυρικής και εσωτερικής έμπνευσης, αν και το έργο του ουσιαστικά αποτελείται από …   Dictionary of Greek

  • Γκίνσμπεργκ, Άλεν — (Allen Ginsberg, Νιου Τζέρσεϊ 1926 – 1997).Αμερικανός ποιητής. Ο πατέρας του, Λούις, ήταν επίσης ποιητής και δάσκαλος, ενώ η μητέρα του, Ναόμι, την οποία θρήνησε σε ένα από τα καλύτερα ποιήματα του (Κάντις),ήταν Ρωσίδα μετανάστρια και ενεργό… …   Dictionary of Greek

  • Λε Σαζ, Αλέν-Ρενέ — (Alain René Le Sage, Σαρζό, Μορμπιάν 1668 – Μπουλόν σιρ Μερ 1747). Γάλλος θεατρικός συγγραφέας. Σπούδασε νομικά στο Παρίσι και απέκτησε άδεια άσκησης της δικηγορίας το 1692. Ωστόσο αποφάσισε να αφοσιωθεί στο γράψιμο και υπήρξε από τους πρώτους… …   Dictionary of Greek

  • Άαλεν ή Άλεν — (Aalen). Πόλη (66.000 κάτ. το 2002) της Γερμανίας. Βρίσκεται στην επαρχία Μπάντεν Μπίρτεμπεργκ. Στο Ά. λειτουργούν μεγάλες βιομηχανίες μηχανών και εργαλείων …   Dictionary of Greek

  • Βαν Άλεν, Τζέιμς Άλφρεντ — (James Alfred Van Allen, 1914 –). Αμερικανός φυσικός. Έγινε διάσημος επειδή ανακάλυψε τις περιοχές ακτινοβολίας που είναι γνωστές ως ζώνες ακτινοβολίας Β.Ά. Πήρε το διδακτορικό του από το κρατικό πανεπιστήμιο της Αϊόβα των ΗΠΑ. Στη συνέχεια,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»