-
1 ἄλεισον
A cup, goblet, = δέπας (Ath.11.783a),χρύσειον Il.11.774
, Od.3.50, al.;περιστείχοντος ἀλείσου Call.Aet.1.1.13
:—masc. [full] ἄλεισος Ar.Fr. 623.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄλεισον
-
2 ἄλεισον
Grammatical information: n.Meaning: `drinking cup with two handles' (Il.); also hip-socket (Marsyas ap. Ath. 479c).Other forms: ἄλεισος m. (Ar.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: No etym. Prob. a loan.Page in Frisk: 1,67Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἄλεισον
См. также в других словарях:
άλεισον — Είδος ποτηριού που το χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες σε συμπόσια και σπονδές. Κατασκευαζόταν συνήθως από χρυσό ή άλλο πολύτιμο μέταλλο. Ήταν σκαλιστό και διακοσμημένο με διάφορες ανάγλυφες παραστάσεις. Από τον Όμηρο περιγράφεται με δύο λαβές… … Dictionary of Greek