Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἄκωλος

См. также в других словарях:

  • ἄκωλος — without limbs masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκωλος — (I) η ο [κώλος] 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει κανονικούς, δηλαδή επαρκώς ανεπτυγμένους γλουτούς 2. (για δοχεία) αυτός που δεν έχει πυθμένα, πάτο. (II) ἄκωλος, ον (Α) [κῶλον] αυτός που δεν έχει κώλα, δηλαδή μέλη, ο ακρωτηριασμένος. (III)… …   Dictionary of Greek

  • άκωλος — η, ο 1. οχωρίς πάτο: Αυτό το δοχείο είναι άκωλο. 2. αυτός που δεν έχει αρκετά αναπτυγμένους τους γλουτούς: Είχε τόσο αδυνατίσει από την αρρώστια, που είχε καταντήσει άκωλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκώλους — ἄκωλος without limbs masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»