Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἄκυρος

  • 1 ακυρος

         ἄκυρος
        2
        1) неправомочный, недееспособный Xen., Plut.
        

    ἄ. τῶν ἑαυτοῦ Plat. — неправомочный распоряжаться своим имуществом;

        ἄκυρόν τινος ποιεῖν τινα Dem.лишать кого-л. права делать что-л.

        2) не вступивший в силу или лишенный силы, недействительный
        

    (νόμος Plat., Aeschin.; δίκη Plat.)

        ἄκυρον ποιεῖν τι Lys., Xen., Aesch.отменять что-л.

        3) не имеющий веса, лишенный значения
        

    (κρίσις Plat.)

        4) неуместный, неподходящий Cic.

    Древнегреческо-русский словарь > ακυρος

  • 2 άκυρος

    η, ο [ος, ον ] аннулированный, недействительный, не имеющий силы; расторгнутый;

    θεωρώ άκυρο — признавать недействительным

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > άκυρος

  • 3 άκυρος

    [акирос] επ не имеющий силы, авторитета, недействительный, аннулированный.

    Эллино-русский словарь > άκυρος

См. также в других словарях:

  • άκυρος — η, ο (AM ἄκυρος, ον) αυτός που δεν έχει νόμιμο κύρος, που δεν ισχύει πια μσν. φρ. «ἄκυρος ἀμφορεύς», η ψηφοδόχος κάλπη, όπου έριχναν τις ουδέτερες ψήφους αρχ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει δικαίωμα ή εξουσία σε κάτι 2. (για πράγματα)… …   Dictionary of Greek

  • άκυρος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει κύρος, αυτός που καταργήθηκε: Ο νόμος αυτός είναι πια άκυρος. 2. αυτός για τον οποίο δεν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις του νόμου: Το συμβόλαιο αυτό όπως έγινε είναι άκυρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἄκυρος — ἄκῡρος , ἄκυρος without authority masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκυρότερον — ἀκῡρότερον , ἄκυρος without authority adverbial comp ἀκῡρότερον , ἄκυρος without authority masc acc comp sg ἀκῡρότερον , ἄκυρος without authority neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διγαμία — Η τέλεση δεύτερου γάμου πριν από την αμετάκλητη λύση ή ακύρωση του πρώτου. Ο γάμος αυτός είναι άκυρος, αλλά παράλληλα τιμωρείται και ως ποινικό αδίκημα με φυλάκιση. Η ποινική τιμωρία αφορά τόσο τον έγγαμο όσο και εκείνον που συνάπτει μαζί του νέο …   Dictionary of Greek

  • τύπος — Στα μαθηματικά είναι η συμβολική γραφή που εκφράζει κάποια σχέση ισότητας ή ανισότητας, ή είναι η έκφραση ενός μεγέθους σε συνάρτηση άλλων μεγεθών κλπ. Με τη γενική αυτή έννοια, ο τ. παριστάνει με διάφορα σύμβολα μια μαθηματική πρόταση.… …   Dictionary of Greek

  • ἀκυροτάτων — ἀκῡροτάτων , ἄκυρος without authority fem gen superl pl ἀκῡροτάτων , ἄκυρος without authority masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκυροτέρα — ἀκῡροτέρᾱ , ἄκυρος without authority fem nom/voc/acc comp dual ἀκῡροτέρᾱ , ἄκυρος without authority fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκυροτέρας — ἀκῡροτέρᾱς , ἄκυρος without authority fem acc comp pl ἀκῡροτέρᾱς , ἄκυρος without authority fem gen comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκυροτέρων — ἀκῡροτέρων , ἄκυρος without authority fem gen comp pl ἀκῡροτέρων , ἄκυρος without authority masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκυρότατα — ἀκῡρότατα , ἄκυρος without authority adverbial superl ἀκῡρότατα , ἄκυρος without authority neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»