-
41 ὄχλος
ὄχλος, ὁ,A crowd, throng, Pi.P.4.85, A.Pers.42 (anap.), etc.; , cf. Heracl.44; ὁ ὄ. τῶν στρατιωτῶν the mass of the soldiers, X.Cyr.6.1.26, cf. Th.6.64, 7.62;μηδένα ὄ. Πελοποννησίων νεῶν Id.2.88
; ὄχλῳ in numbers (for an army), Id.1.80;ὁ μισθοφόρος ὄ. Id.3.109
, cf.4.56; οἱ τοιοῦτοι ὄ. undisciplined masses like these, ib. 126;ὄ. μᾶλλον ἢ στρατός Hdn.6.7.1
; of the camp-followers, X.An.3.4.26, 4.3.26, etc.2 in political sense, populace, mob, opp. δῆμος ( people), Th.7.8, cf. Pl.Plt. 304d;πρὸς ὄχλον ζῶν Id.Ax. 368d
;οἱ ὁμότιμοι ὤκνουν τὴν τοῦ ὄ. ἰσομοιρίαν X.Cyr.2.2.21
; δικαστηρίων καὶ τῶν ἄλλων ὄ. and popular assemblies (in a contemptuous sense), Pl.Grg. 455a, cf. Euthd. 290a: prov., δι' ὄχλου ἤδη τοῦτό γε this is already in the mouths of the people, D.H.Lys.10, cf. J.BJ2.13.1, 4.9.2.3 generally, mass, multitude,ὄ. τὸν πλεῖστον λόγων A.Pr. 827
;τὸν πλεῖστον ὄ. τῶν πραχθέντων Isoc.12.192
; ἵππων ὄ. E.IA 191 (lyr.);ἄκριτος ἄστρων ὄ. Critias 19.5
D.; : in pl., the masses,καχεξία τις ὑποδέδυκε τοὺς ὄχλους Diph.24.4
, cf. Men.161.1, 466.4;πιθανώτεροι οἱ ἀπαίδευτοι ἐν τοῖς ὄ. Arist.Rh. 1395b28
.II annoyance, trouble, , etc.; ὄχλον παρέχειν to give trouble, Hdt.1.86, cf. E.Med. 337, X.An.3.2.27, Pl.Phd. 84d; δι' ὄχλου εἶναι, γενέσθαι, to be or become troublesome, Ar.Ec. 888, Th.1.73, Pl.Alc.1.103a;μάταιον ὄ. τοὺς λόγους νομίσητε D.18.214
;οἱ δὲ ἀντιλέγοντες ὄ. ἄλλως καὶ βασκανία κατεφαίνετο Id.19.24
.
См. также в других словарях:
ἄκριτος — undistinguishable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκριτος — (I) η, ο (Α ἄκριτος, ον) 1. αυτός που δεν έχει κρίση, δεν κρίνει ή δεν μπορεί να κρίνει κάτι 2. (για λόγους ή πράξεις) αλόγιστος, απερίσκεπτος, επιπόλαιος 3. (για πρόσωπα και υποθέσεις) αυτός που δεν πέρασε από δίκη, δεν κρίθηκε, αδίκαστος,… … Dictionary of Greek
άκριτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει κρίση: Αυτά είναι λόγια άκριτα. 2. αυτός που δεν κρίθηκε, δεν αποφασίστηκε: Ο αγώνας έμεινε άκριτος. 3. αυτός που δε δικάστηκε: Βρίσκεται στη φυλακή άκριτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκριτώτερον — ἄκριτος undistinguishable masc acc comp sg ἄκριτος undistinguishable neut nom/voc/acc comp sg ἄκριτος undistinguishable adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρίτως — ἄκριτος undistinguishable adverbial ἄκριτος undistinguishable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκριτον — ἄκριτος undistinguishable masc/fem acc sg ἄκριτος undistinguishable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκριτώτεροι — ἄκριτος undistinguishable masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρίτοις — ἄκριτος undistinguishable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρίτοισι — ἄκριτος undistinguishable masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρίτου — ἄκριτος undistinguishable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρίτους — ἄκριτος undistinguishable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)