Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἄκρο-νυξ

См. также в других словарях:

  • ακρονύκτιος — α, ο και ακρόνυχτος, η, ο (AM ἀκρονύκτιος, ιον, Α και ἀκρόνυκτος, ον) αυτός που βρίσκεται ή συμβαίνει κατά την αρχή τής νύχτας, στο σούρουπο νεοελλ. (το ουδ. ως επίρρ.) το ακρόνυχτο τα ξημερώματα, την αυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + νύκτιος <… …   Dictionary of Greek

  • ακρόνυχος — ἀκρόνυχος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται ή συμβαίνει στην αρχή τής νύκτας, στο σούρουπο 2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀκρόνυχον όταν πέφτει η νύχτα, στο δειλινό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + νυχος < νὺξ (πρβλ. ἀκρόνυκτος, ἀκρονύκτιος). ΠΑΡ. μσν.… …   Dictionary of Greek

  • ισονύκτιος — ἰσονύκτιος, ον (Α) 1. αυτός που έχει νύχτες ίσες κατά διάρκεια με τις ημέρες, ισόμερος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσονύκτιον η ισονυκτία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + νύκτιος (< νύξ, νυκτός), πρβλ. ακρο νύκτιος, μεσο νύκτιος] …   Dictionary of Greek

  • ολόνυκτος — ὁλόνυκτος, ον (ΑΜ) ολονύχτιος, αυτός που διαρκεί όλη τη νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + νύξ, νυκτός (πρβλ. ακρό νυκτος)] …   Dictionary of Greek

  • πάννυκτος — ον, Μ παννύχιος, αυτός που διαρκεί όλη τη νύκτα, ολονύκτιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + νυκτός (< νύξ, νυκτός), πρβλ. ακρό νυκτος] …   Dictionary of Greek

  • όνυχας — Ορυκτό που αποτελεί μια ποικιλία του χαλκηδόνιου και μοιάζει με αχάτη. Όπως αυτός, παρουσιάζει ταινίες διάφορων χρωμάτων, που διακρίνονται καθαρά η μία από την άλλη· οι ταινίες αυτές αντιστοιχούν στις διάφορες περιόδους σχηματισμού του ορυκτού… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»