-
101 ἄκροις
-
102 άκροισι
ἄκρονhighest: neut dat pl (epic ionic aeolic)ἄκροςat the farthest point: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
103 ἄκροισι
ἄκρονhighest: neut dat pl (epic ionic aeolic)ἄκροςat the farthest point: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
104 άκροισιν
ἄκρονhighest: neut dat pl (epic ionic aeolic)ἄκροςat the farthest point: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
105 ἄκροισιν
ἄκρονhighest: neut dat pl (epic ionic aeolic)ἄκροςat the farthest point: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
106 άκρου
-
107 ἄκρου
-
108 άκρους
-
109 ἄκρους
-
110 άκρωι
-
111 ἄκρωι
-
112 ακράν
-
113 ἀκρᾶν
-
114 ακροτάταις
-
115 ἀκροτάταις
-
116 ακροτάταν
-
117 ἀκροτάταν
-
118 ακροτάτηι
-
119 ἀκροτάτηι
-
120 ακροτάτηις
См. также в других словарях:
ἄκρος — at the farthest point masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκρος — α, ο (Α ἄκρος, α, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στην άκρη, ακρινός, ακριανός, ακραίος 2. αυτός που έφτασε στον ανώτατο βαθμό τής ιδιότητας του, πρώτος, υπέροχος, έξοχος 3. (για καταστάσεις) απόλυτος, πλήρης, τέλειος 4. (ως μαθημ. όρος, συνήθ. στον… … Dictionary of Greek
άκρος — α, ο 1. αυτός που βρίσκεται στο πιο μακρινό σημείο: Εκείνος, όπως είπαν, ήταν ο άκρος σταθμός του σιδηροδρόμου. 2. αυτός που φτάνει στον ανώτατο βαθμό: Επικρατούσε άκρα σιωπή. 3. υπερβολικός: Αυτοί ως χτες ήταν άκροι φίλοι (βλ. και άκρο) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκρότερον — ἄκρος at the farthest point adverbial comp ἄκρος at the farthest point masc acc comp sg ἄκρος at the farthest point neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροτάτων — ἄκρος at the farthest point fem gen superl pl ἄκρος at the farthest point masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροτέρων — ἄκρος at the farthest point fem gen comp pl ἄκρος at the farthest point masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρότατα — ἄκρος at the farthest point adverbial superl ἄκρος at the farthest point neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρότατον — ἄκρος at the farthest point masc acc superl sg ἄκρος at the farthest point neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκρως — ἄκρος at the farthest point adverbial ἄκρος at the farthest point masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροτάταις — ἄκρος at the farthest point fem dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροτάτη — ἄκρος at the farthest point fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)