Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἄκραντος

См. также в других словарях:

  • άκραντος — ἄκραντος, ον και στην ομηρική γλώσσα ἀκράαντος (Α) 1. ανεκπλήρωτος, απραγματοποίητος, μάταιος, ανώφελος 2. (το ουδ. στον πληθ. ως επίρρ.) ἄκραντα μάταια. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματ. επίθ. ο τυπος ἀκράαντος < κρα(ι)αίνω «πραγματοποιώ» ο δε τ. ἄκραντος < …   Dictionary of Greek

  • ἄκραντος — unfulfilled masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκράντως — ἄκραντος unfulfilled adverbial ἄκραντος unfulfilled masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκραντον — ἄκραντος unfulfilled masc/fem acc sg ἄκραντος unfulfilled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκράντοις — ἄκραντος unfulfilled masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκράντους — ἄκραντος unfulfilled masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκράντων — ἄκραντος unfulfilled masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκραντα — ἄκραντος unfulfilled neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκραντοι — ἄκραντος unfulfilled masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκρανθ' — ἄκραντα , ἄκραντος unfulfilled neut nom/voc/acc pl ἄκραντε , ἄκραντος unfulfilled masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκραντ' — ἄκραντα , ἄκραντος unfulfilled neut nom/voc/acc pl ἄκραντε , ἄκραντος unfulfilled masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»