-
1 ακραντος
-
2 ακρααντος
-
3 αχρηστος
21) бесполезный, ненужный(ἔς τι Her., πρός τι и τινος Arst.)
οὐκ ἄχρηστόν ἐστι Arst. — небесполезно2) негодный, неисправный(νῆες Her.)
3) праздный, напрасный(μετάνοια Batr.; θέσφατον Eur. - v. l. ἄκραντος)
4) недоброжелательный, злобный(θεοί, λόγοι Her.)
5) не бывший в употреблении, ненадеванный(ἱμάτια Luc.)
6) не пользующийся, не владеющийξυνέσει ἄ. Eur. — неразумный
См. также в других словарях:
άκραντος — ἄκραντος, ον και στην ομηρική γλώσσα ἀκράαντος (Α) 1. ανεκπλήρωτος, απραγματοποίητος, μάταιος, ανώφελος 2. (το ουδ. στον πληθ. ως επίρρ.) ἄκραντα μάταια. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματ. επίθ. ο τυπος ἀκράαντος < κρα(ι)αίνω «πραγματοποιώ» ο δε τ. ἄκραντος < … Dictionary of Greek
ἄκραντος — unfulfilled masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκράντως — ἄκραντος unfulfilled adverbial ἄκραντος unfulfilled masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκραντον — ἄκραντος unfulfilled masc/fem acc sg ἄκραντος unfulfilled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκράντοις — ἄκραντος unfulfilled masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκράντους — ἄκραντος unfulfilled masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκράντων — ἄκραντος unfulfilled masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκραντα — ἄκραντος unfulfilled neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκραντοι — ἄκραντος unfulfilled masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκρανθ' — ἄκραντα , ἄκραντος unfulfilled neut nom/voc/acc pl ἄκραντε , ἄκραντος unfulfilled masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκραντ' — ἄκραντα , ἄκραντος unfulfilled neut nom/voc/acc pl ἄκραντε , ἄκραντος unfulfilled masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)