-
1 άκουσμα
-
2 ἄκουσμα
-
3 ἄκουσμα
ἄκουσμα, τό, das Gehörte, ὀρϑὸν ἄκ. ἀκούειν Soph. O. C. 520, vom Gesang, μουσικὰ ἀκ., Plat. Axioch. 371 d; ἡδύ Arist. Eth. Nic. 10, 4, 7; Cic. Att. 12, 4; von dem, was man gelernt hat, πολλῶν καὶ καλῶν ἀκ. πεπληρωμένος Isocr. 1, 12; D. Hal. 10, 10 δεινὰ ἀκ., schreckliche Gerüchte. Bei Athen. V, 211 c VI, 246 d Plut. Crass. 33 sind ἀκούσματα Sänger; ἔπαινος ἥδιστον ἀκ. Xen. Mem. 2, 1, 31, der angenehmste Ohrenschmaus; so verb. Luc. Nigr. 19 ϑεάματα καὶ ἀκούσματα, wie Plut. Symp. 5, 1, 2.
-
4 ακουσμα
- ατος τό(ἀκούσματα καὴ ὁράματα Arst.)
τὸ πάντων ἥδιστον ἄ. Xen. — то, что больше всего ласкает слух;πολλῶν καὴ καλῶν ἀκουσμάτων πεπληρωμένος Isocr. — наслущавшийся многих прекрасных наставлений;ὀρθὸν ἄ. ἀκοῦσαι Soph. — выслушать верную весть2) певец или музыкант(τῆς Ἑλλάδος άκούσματα Plut.)
-
5 ἄκουσμα
ἄκουσμα, das Gehörte; vom Gesang; von dem, was man gelernt hat; schlreckliche Gerüchte; Sänger; der angenehmste Ohrenschmaus -
6 άκουσμα
τό1) слушание; 2) звук; 3) слух, весть -
7 ἄκουσμα
A thing heard, such as music,ἥδιστον ἄ. X.Mem.2.1.31
, Men.660;ἀ. καὶ ὁράματα Arist.Pol. 1336b2
, cf. EN 1174b28, Posidon.23, Plu.Crass.33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄκουσμα
-
8 παρ-άκουσμα
παρ-άκουσμα, τό, das Verhörte, falsch Gehörte, falsch Verstandene, Sp., vgl. D. Hal. 9, 22, οὔτ' ἀληϑὲς ὄν, οὔτε πιϑανόν, ἐκ παρακούσματος δέ τινος πεπλασμένον ὑπὸ τοῦ πλήϑους. – Bei Plat. Ep. VII, 338 d 340 b scheint es das nebenbei Gehörte oder geradezu das Gehörte zu sein, wie bei Iulian. Caes. 26, 6 περιπατητικῶν παρακουσμάτων γέμων die Lehrsätze der Peripatetiker bedeutet.
-
9 ακούσματ'
ἀκούσματα, ἄκουσμαthing heard: neut nom /voc /acc plἀκούσματι, ἄκουσμαthing heard: neut dat sgἀκούσματε, ἄκουσμαthing heard: neut nom /voc /acc dual -
10 ἀκούσματ'
ἀκούσματα, ἄκουσμαthing heard: neut nom /voc /acc plἀκούσματι, ἄκουσμαthing heard: neut dat sgἀκούσματε, ἄκουσμαthing heard: neut nom /voc /acc dual -
11 άκουσμ'
-
12 ἄκουσμ'
-
13 ἀπο-τρόπαιος
ἀπο-τρόπαιος, 1) abwendend, bes. Beiname der Unglück abwendenden Götter, averruncus, Paus. 2, 11, 2; Ἀπόλλων Ar. Plut. 854; ϑεοί Xen. Hell. 3, 3, 4; Plat. Legg. IX, 854 b; Ζεύς Luc. Alex. 4; ϑυσίαι Dion. Hal. 5, 54; vgl. Plut. qu. gr. 3. – 2) wovon man sich abwendet, abscheulich, unheilbringend, ϑέαμα, ἄκουσμα, Luc. Tim. 5 Gall. 2 u. öfter.
-
14 παρακουσμα
- ατος τό услышанное краем уха, вскользь (мимоходом) подслушанное -
15 εμβρόντητος
η, ο [ος, ον ]1) поражённый, потрясённый, ошеломлённый;έμεινα εμβρόντητος εις το άκουσμα αυτού τού δυστυχήματος — я был потрясён, услышав об этом несчастье;
2) поражённый молнией -
16 ακουσμάτων
-
17 ἀκουσμάτων
-
18 ακούσμασι
-
19 ἀκούσμασι
-
20 ακούσμασιν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἄκουσμα — thing heard neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκουσμα — το, ατος 1. αυτό που ακούμε: Στο άκουσμα της είδησης αυτής ταράχτηκε. 2. φήμη: Το άκουσμα είναι δυσάρεστο, αλλά πρέπει να εξακριβωθεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άκουσμα — Αυτό που ακούμε· επίσης, η φήμη. Στον πληθυντικό α. λέγονται οι συνθηματικές λέξεις ή φράσεις που χρησιμοποιούσαν οι μύστες των πυθαγορείων ως σημεία μεταξύ τους αναγνώρισης. * * * το (Α ἄκουσμα) 1. αυτό που πληροφορείται κανείς με την ακοή 2.… … Dictionary of Greek
Ἥδιστον ἄκουσμα ἔπαινος. — См. Хвалы приманчивы; как их не пожелать … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ἄκουσμ' — ἄκουσμα , ἄκουσμα thing heard neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκουσμάτων — ἄκουσμα thing heard neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκούσμασι — ἄκουσμα thing heard neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκούσμασιν — ἄκουσμα thing heard neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκούσματα — ἄκουσμα thing heard neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκούσματι — ἄκουσμα thing heard neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκούσματος — ἄκουσμα thing heard neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)