Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἄκουσμα

См. также в других словарях:

  • ἄκουσμα — thing heard neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκουσμα — το, ατος 1. αυτό που ακούμε: Στο άκουσμα της είδησης αυτής ταράχτηκε. 2. φήμη: Το άκουσμα είναι δυσάρεστο, αλλά πρέπει να εξακριβωθεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άκουσμα — Αυτό που ακούμε· επίσης, η φήμη. Στον πληθυντικό α. λέγονται οι συνθηματικές λέξεις ή φράσεις που χρησιμοποιούσαν οι μύστες των πυθαγορείων ως σημεία μεταξύ τους αναγνώρισης. * * * το (Α ἄκουσμα) 1. αυτό που πληροφορείται κανείς με την ακοή 2.… …   Dictionary of Greek

  • Ἥδιστον ἄκουσμα ἔπαινος. — См. Хвалы приманчивы; как их не пожелать …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ἄκουσμ' — ἄκουσμα , ἄκουσμα thing heard neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκουσμάτων — ἄκουσμα thing heard neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκούσμασι — ἄκουσμα thing heard neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκούσμασιν — ἄκουσμα thing heard neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκούσματα — ἄκουσμα thing heard neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκούσματι — ἄκουσμα thing heard neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκούσματος — ἄκουσμα thing heard neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»