-
1 άκλαυστος
-
2 ἄκλαυστος
-
3 άκλαυστον
-
4 ἄκλαυστον
-
5 άκλαυτ'
ἄκλαυτα, ἄκλαυστοςunwept: neut nom /voc /acc plἄκλαυτε, ἄκλαυστοςunwept: masc /fem voc sg -
6 ἄκλαυτ'
ἄκλαυτα, ἄκλαυστοςunwept: neut nom /voc /acc plἄκλαυτε, ἄκλαυστοςunwept: masc /fem voc sg -
7 άκλαυτον
-
8 ἄκλαυτον
-
9 άκλαυστοι
-
10 ἄκλαυστοι
-
11 άκλαυτοι
-
12 ἄκλαυτοι
-
13 άκλαυτος
-
14 ἄκλαυτος
-
15 ακλαύστοις
-
16 ἀκλαύστοις
-
17 ακλαύστους
-
18 ἀκλαύστους
-
19 ακλαύτοις
-
20 ἀκλαύτοις
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἄκλαυστος — unwept masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκλαυστον — ἄκλαυστος unwept masc/fem acc sg ἄκλαυστος unwept neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκλαυτον — ἄκλαυστος unwept masc/fem acc sg ἄκλαυστος unwept neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκλαύστοις — ἄκλαυστος unwept masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκλαύστους — ἄκλαυστος unwept masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκλαύτοις — ἄκλαυστος unwept masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκλαύτοισι — ἄκλαυστος unwept masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκλαύτοισιν — ἄκλαυστος unwept masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκλαύτῳ — ἄκλαυστος unwept masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκλαυστοι — ἄκλαυστος unwept masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκλαυτοι — ἄκλαυστος unwept masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)