-
1 άκλαστος
-
2 ἄκλαστος
-
3 ακλαστος
-
4 ἄκλαστος
ἄκλαστος, ον,A unbroken, Thphr.CP1.15.17, AP9.322 (Leon.), Phld.D.1.17: metaph., of motion, continuous in space, ἡ κύκλῳ φορὰ μήκει ἄ. Arist.Cael. 288a25; unbent, of a vein, Gal.5.659.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄκλαστος
-
5 ἄκλαστος
-
6 άκλαστον
-
7 ἄκλαστον
-
8 ακλάστως
-
9 ἀκλάστως
-
10 άκλαστα
-
11 ἄκλαστα
-
12 άκλαστοι
-
13 ἄκλαστοι
-
14 ακλαστοτάτην
-
15 ἀκλαστοτάτην
-
16 ακλάστου
-
17 ἀκλάστου
-
18 ακλάστους
-
19 ἀκλάστους
-
20 ακλάστω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἄκλαστος — unbroken masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκλαστος — (I) η, ο [κλάνω] 1. αυτός που δεν κλάνει ή δεν έχει κλάσει 2. αυτός που δεν τόν φτάνει η κακοσμία τής πορδής. (II) η, ο (Α ἄκλαστος, ον) [κλῶ( άω)] αυτός που δεν σπάει ή δεν έχει σπάσει, δεν έχει κοπεί … Dictionary of Greek
ἀκλάστως — ἄκλαστος unbroken adverbial ἄκλαστος unbroken masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκλαστον — ἄκλαστος unbroken masc/fem acc sg ἄκλαστος unbroken neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκλαστοτάτην — ἄκλαστος unbroken fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκλάστου — ἄκλαστος unbroken masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκλάστους — ἄκλαστος unbroken masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκλάστων — ἄκλαστος unbroken masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκλάστῳ — ἄκλαστος unbroken masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκλαστα — ἄκλαστος unbroken neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκλαστοι — ἄκλαστος unbroken masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)