-
1 ακιος
См. также в других словарях:
άκιος — ἄκιος, ον (Α) αυτός που δεν τόν έφαγαν τα σκουλήκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κὶς (=σκουλήκι)] … Dictionary of Greek
Άκιος Λεύκιος — Βλ. λ. Άττιος (1.) … Dictionary of Greek
ἀκιώτατον — ἄκιος not worm eaten masc acc superl sg ἄκιος not worm eaten neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκιώτατοι — ἄκιος not worm eaten masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγωδία — Είδος του δραματικού θεάτρου. Η διάκριση μεταξύ των διαφόρων δραματικών ειδών, και η ίδια η έννοια του δράματος, φαίνεται να ξεπεράστηκαν μετά την ανανέωση των αισθητικών ιδεών, που έφτασε στο ακραίο σημείο της στην εποχή του ρομαντισμού·… … Dictionary of Greek
φουρνάκιος — ία, ον, Α ψημένος στον φούρνο, φουρνιστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῦρνος + επίθημα άκιος (πρβλ. λατ. furnaceus)] … Dictionary of Greek