Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἄκερως

См. также в других словарях:

  • άκερως — ἄκερως ( ω), ων (Α) ο άκερος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κέρως < γεν. κέρα(σ)ος τής λ. κέρας] …   Dictionary of Greek

  • ἄκερως — ἄκερω̆ς , ἄκερος adverbial ἄκερω̆ς , ἄκερος masc/fem nom pl ἄκερω̆ς , ἄκερος masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίκερως — ( ωτος), ο (Α δίκερως, ο, η και δίκερως, ων) νεοελλ. ο μαύρος ρινόκερος τής Αφρικής αρχ. (για ζώα ή για τη σελήνη) αυτός που έχει δύο κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (< δις) + κερως < πιθ. γεν. κέρα (σ)ος της λ. κέρας (πρβλ. άκερως)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»