-
1 ἀκαυτηρίαστος
ἀκαυτ-ηρίαστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκαυτηρίαστος
-
2 ἄκαυτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄκαυτος
-
3 ἀκειρεκόμης
A = ἀκερσεκόμης, of Apollo, Pi.P.3.14, I.1.7, Philostr.Ep.16; of Asclepius, IG3.171; of Avars, APl.4.72.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκειρεκόμης
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский