Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἄκαρτος

См. также в других словарях:

  • άκαρτος — ἄκαρτος, ον (Α) ο ακούρευτος (αναφέρεται και σε μαλλιά και σε γένια). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + καρτὸς < κείρω «κουρεύω»] …   Dictionary of Greek

  • ἄκαρτος — unshaven masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκαρτον — ἄκαρτος unshaven masc/fem acc sg ἄκαρτος unshaven neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκάρτοις — ἄκαρτος unshaven masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκαρτα — ἄκαρτος unshaven neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκαρτοι — ἄκαρτος unshaven masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έμποκος — ἔμποκος, ον (Α) [πόκος] (για πρόβατα) άκουρος, ακούρευτος, άκαρτος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»