-
1 άκαρτος
-
2 ἄκαρτος
-
3 ἄκαρτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄκαρτος
-
4 άκαρτον
-
5 ἄκαρτον
-
6 άκαρτα
-
7 ἄκαρτα
-
8 άκαρτοι
-
9 ἄκαρτοι
-
10 ακάρτοις
-
11 ἀκάρτοις
См. также в других словарях:
άκαρτος — ἄκαρτος, ον (Α) ο ακούρευτος (αναφέρεται και σε μαλλιά και σε γένια). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + καρτὸς < κείρω «κουρεύω»] … Dictionary of Greek
ἄκαρτος — unshaven masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκαρτον — ἄκαρτος unshaven masc/fem acc sg ἄκαρτος unshaven neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκάρτοις — ἄκαρτος unshaven masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκαρτα — ἄκαρτος unshaven neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκαρτοι — ἄκαρτος unshaven masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έμποκος — ἔμποκος, ον (Α) [πόκος] (για πρόβατα) άκουρος, ακούρευτος, άκαρτος … Dictionary of Greek