-
1 Ακανθ'
-
2 Ἄκανθ'
-
3 άκανθ'
ἄκανθα, ἄκανθαthorn: fem nom /voc sgἄκανθαι, ἄκανθαthorn: fem nom /voc plἄκανθε, ἄκανθοςbearsfoot: masc voc sg -
4 ἄκανθ'
ἄκανθα, ἄκανθαthorn: fem nom /voc sgἄκανθαι, ἄκανθαthorn: fem nom /voc plἄκανθε, ἄκανθοςbearsfoot: masc voc sg -
5 ἀκανθ-ώδης
ἀκανθ-ώδης, ες, dornig, φυτόν Theophr.; voll Dornen, χῶρος Her. 1, 126; λόγοι ἀκ., spitzfindige, neben ἐρωτήσεις ἄποροι Luc. D. Mart. 10, 8.
-
6 ἀκανθέα
ἀκανθ-έα, ἡ,A = ἄκανθα Αἰγυπτία, PLond.2.214.13 (iii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκανθέα
-
7 ἀκανθές
ἀκανθ-ές· ἀκανθῶδες, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκανθές
-
8 ἀκανθεών
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκανθεών
-
9 ἀκανθήεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκανθήεις
-
10 ἀκανθηλή
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκανθηλή
-
11 ἀκανθηρός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκανθηρός
-
12 ἀκανθίας
A prickly thing, and so,1 kind of shark, prob. Squalus acanthias L., Arist.HA 565a29, 621b17.2 kind of grasshopper, Ael. NA10.44.3 = ἀσφάραγος, Poll.1.247, 6.54.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκανθίας
-
13 ἀκανθικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκανθικός
-
14 ἀκάνθινος
2 metaph., thorny,ἐν ἀ. ἀταρποῖς Anacreont.53.12
.II of shittah-wood,ἱστός Hdt. 2.96
;ξύλα PLond.3.1177.191
(ii A. D.); τὰ ἀ. cloths made ofἀκάνθιον 2
, Str.3.5.10.2 ἀ. πάππος thistle-down, Dsc.4.81.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκάνθινος
-
15 ἀκάνθιον
2 cotton-thistle, Onopordum illyricum, Dsc.3.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκάνθιον
-
16 ἀκανθίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκανθίς
-
17 ἀκανθίων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκανθίων
-
18 ἀκανθυλλίς
2 = ἀσφάραγος, Apul.Herb.84.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκανθυλλίς
-
19 ἀκανθώδης
ἀκανθ-ώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκανθώδης
-
20 ἀκανθών
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκανθών
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ἄκανθ' — Ἄκανθε , Ἄκανθος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκανθ' — ἄκανθα , ἄκανθα thorn fem nom/voc sg ἄκανθαι , ἄκανθα thorn fem nom/voc pl ἄκανθε , ἄκανθος bearsfoot masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Coelacanth — Temporal range: Devonian–Recent … Wikipedia
Quastenflosser — Komoren Quastenflosser (Latimeria chalumnae) Zeitraum Devon bis heute 409 bis 0 Mio. Jahre Systematik … Deutsch Wikipedia
ευοσμώδης — εὐοσμώδης, ες (Α) αυτός που έχει ευοσμία, ο εύοσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύοσμος + ωδης (πρβλ. ακανθ ώδης, κυματ ώδης)] … Dictionary of Greek
ζιζανιώδης — ζιζανιώδης, ῶδες (Α) (μτφ. για τις αιρέσεις) αυτός που μοιάζει με ζιζάνιο. επίρρ... ζιζανιωδῶς (Α) με τρόπο ζιζανίου, σαν ζιζάνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζιζάνιο + κατάλ. ώδης, πρβλ. ακανθ ώδης, τρικυμι ώδης] … Dictionary of Greek
ηλιώδης — ἡλιώδης, ες (Α) αυτός που μοιάζει με τον ήλιο, ο ηλιοειδής («μῆλα ἡλιώδη, Φιλόστρ.). επίρρ... ἡλιωδῶς (Μ) κατά την ομοιότητα τού ήλιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλι(ο) * + κατάλ. ωδης (πρβλ. ακανθ ώδης, κυματ ώδης)] … Dictionary of Greek
θυηλή — θυηλή, ἡ (Α) 1. (ιδίως στον πληθ.) αἱ θυηλαί το καιόμενο μέρος τού θύματος («ὁ δ ἐν πυρί βάλλε θυηλάς», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «θυηλὴ Ἄρεος» η προσφορά στον Άρη, το αίμα τών σκοτωμένων 3. θυσία («θυηλαὶ ἀναίμακτοι», ΑΠ). [ΕΤΥΜΟΛ. Σχηματίστηκε κατά τα… … Dictionary of Greek
καλαθωτός — καλαθωτός, ή, όν (Α) διακοσμημένος με γλυπτούς καλαθίσκους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαθος + κατάλ. ωτός (πρβλ. ακανθ ωτός, δακτυλ ωτός)] … Dictionary of Greek
καρκινωματώδης — ες 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο καρκίνωμα 2. αυτός που έχει την όψη ή τη φύση τού καρκινώματος, που προκαλείται από καρκίνο ή οφείλεται σε καρκίνο («καρκινωματώδης εξαλλαγή»). [ΕΤΥΜΟΛ. < καρκίνωμα, τος + κατάλ. ώδης (πρβλ. ακανθ ώδης,… … Dictionary of Greek
καρύκινος — καρύκινος, ίνη, ον (Α) αυτός που έχει το χρώμα τής καρύκης, βαθυκόκκινος («οὔτε φοινικίδων οὔτε καρυκίνων ἱματίων», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καρύκη + κατάλ. ινος (πρβλ. ακάνθ ινος, φοίνικ ινος)] … Dictionary of Greek