-
1 ἀκανθυλλίς
2 = ἀσφάραγος, Apul.Herb.84.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκανθυλλίς
См. также в других словарях:
τετραπτερυλλίς — ίδος, ἡ, Α (για ένα είδος ακρίδας) αυτή που έχει τέσσερα φτερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράπτερος + επίθημα υλλίς (πρβλ. ἀκανθ υλλίς)] … Dictionary of Greek