-
1 ακαμπτος
21) негнущийся, негибкий(ἥ ὀστεΐνη φύσις Plat.)
2) перен. несгибаемый, непреклонный, стойкий(βουλαί Pind.; μένος Aesch.; φρήν Eur.; ἄ. ἐν νοσήμασι καὴ παθήμασιν Plut.)
ἄ. πρὸς φόβον Plut. — бесстрашный;ἄ. χῶρος ἐνέρων Anth. — подземный мир, откуда нет возврата -
2 άκαμπτος
η, ο [ος, ον ]1) несгибаемый; негнущийся; прямой, стройный; 2) перен. несгибаемый; непреклонный, непоколебимый -
3 άκαμπτος
[акамптос] εκ. несгибаемый, непоколебимый, непреклонный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > άκαμπτος
-
4 άκαμπτος
[акамптос] επ несгибаемый, непоколебимый, непреклонный. -
5 ακαμπης
-
6 ανευθυντος
См. также в других словарях:
ἄκαμπτος — unbent masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκαμπτος — η, ο (Α ἄκαμπτος, ον) [καμπτός] 1. εκείνος που δεν κάμπτεται, δεν λυγίζει ή δεν έχει λυγίσει «ἄκαμπτος κλάδος» 2. μτφ. όποιος δεν υποχωρεί, ανένδοτος «άκαμπτη αποφασιστικότητα» «ἄκαμπτοι βουλαὶ» (Πίνδ. Πυθ. 4, 72) 3. μτφ. αυτός που δεν υποχωρεί… … Dictionary of Greek
άκαμπτος — η, ο επίρρ. α 1. αλύγιστος: Προσπάθησε να λυγίσει το κλαδί, αυτό όμως ήταν άκαμπτο. 2. σκληρός: Τον παρακάλεσε να δείξει κατανόηση, εκείνος όμως έμεινε άκαμπτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκαμπτότατον — ἄκαμπτος unbent masc acc superl sg ἄκαμπτος unbent neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκάμπτως — ἄκαμπτος unbent adverbial ἄκαμπτος unbent masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκαμπτον — ἄκαμπτος unbent masc/fem acc sg ἄκαμπτος unbent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκάμπτοις — ἄκαμπτος unbent masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκάμπτου — ἄκαμπτος unbent masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκάμπτους — ἄκαμπτος unbent masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκάμπτων — ἄκαμπτος unbent masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκάμπτῳ — ἄκαμπτος unbent masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)