-
41 αιγί
-
42 αἰγί
-
43 αιγός
-
44 αἰγός
-
45 αιξί
-
46 αἰξί
-
47 αιξίν
-
48 αἰξίν
-
49 αἰγάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰγάριον
-
50 αἰγιαλός
αἰγιᾰλός, ὁ,A sea-shore, beach, Il.4.422, Od.22.385, Hdt.7.50, al., Th. 1.7 (pl.), X.An.6.4.4, Thphr.HP7.13.8 (pl.), etc.; distinguished from ἀκτή, Arist.HA 547a10; also in E.(lyr.), IT 425, IA 210; αἰγιαλὸν ἔνδον τρέφει a whole beach of voting-pelbles, Ar.V. 110: prov., αἰγιαλῷ λαλεῖς, of deaf persons, Suid., Zen.1.38. (Prob. connected with αἰγίς II, αἴξ IV.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰγιαλός
-
51 αἰγίδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰγίδιον
-
52 αἰγίλιψ
A destitute even of goats, hence, steep, sheer,πέτρη Il.9.15
, al. (not in Od.), A.Supp. 794 (lyr.), Lyc.1325; also in form [full] αἰγίλιπος, Hsch. (Perh. cognate with Lith. lipti `climb'.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰγίλιψ
-
53 αἰγίσκος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰγίσκος
-
54 αἰγίς
2 esp. the skin shield of Zeus, Il.5.738, al.; lent by him to Athena, 2.447, al.; to Apollo, 15.318, al.; later, with fringe of snakes and Gorgon's head, the aegis of Athena, A.Eu. 404, etc.3 dress worn by priestess of Athena, Lycurg. Fr.23.4 ornamentworn on the breast, Poll.5.100.II rushing storm, hurricane, terrible as the shaken aegis, A.Ch. 593 (lyr.), Pherecr.117, Aristid.1.487 J., Lib. Or.18.268.III heart-wood of the Corsican pine, Thphr. HP 3.9.3; in Arcadia also that of the silver-fir, ib.8; cf.Ἐφ. Ἀρχ. 1895.59
([place name] Eleusis). -
55 δάσυθριξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δάσυθριξ
-
56 δίζα
-
57 εὐγάλακτος
A yielding much or good milk,αἴξ Alciphr.3.21
;τροφός Orib.Eup.1.1
([comp] Sup.);νομή Gal.19.121
: heterocl. nom. pl. εὐγάλακτες, = εὔτροφοι, Hsch.II εὐγάλακτον, τό, a plant, = γλαύξ, Plin.HN27.82.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐγάλακτος
-
58 κάπρα
-
59 κατάϊξ
-
60 κεροῦχος
II κ. (sc. κάλως), ὁ, brace of the yard-arm,δελφινοφόρος κ. Pherecr.12
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεροῦχος
См. также в других словарях:
αἴξ — goat masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄιξ — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άιξ — (Αστρον.). Ο αστέρας α Ηνίοχου. Είναι ο λαμπρότερος αστέρας του αστρικού αυτού σχηματισμού και ένας από τους λαμπρότερους σε όλο τον ουρανό. Η ονομασία προέρχεται από το γεγονός ότι το αστρικό αυτό συγκρότημα απεικονίζει στον ουρανό έναν άντρα… … Dictionary of Greek
αιξ — (Αστρον.). Ο αστέρας α Ηνίοχου. Είναι ο λαμπρότερος αστέρας του αστρικού αυτού σχηματισμού και ένας από τους λαμπρότερους σε όλο τον ουρανό. Η ονομασία προέρχεται από το γεγονός ότι το αστρικό αυτό συγκρότημα απεικονίζει στον ουρανό έναν άντρα… … Dictionary of Greek
αἰγί — αἴξ goat masc/fem dat sg αἰγίς goatskin fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγῶν — αἴξ goat masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγός — αἴξ goat masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰξί — αἴξ goat masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰξίν — αἴξ goat masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴγεσιν — αἴξ goat masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴγεσσι — αἴξ goat masc/fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)