-
1 ἄθυρσις
ἄθυρσις, ἡ,A sport, festivity, B.12.93.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄθυρσις
-
2 άθυρσιν
-
3 ἄθυρσιν
См. также в других словарях:
άθυρσις — ἄθυρσις ( εως), η (Α) [ἀθύρω] η παιδιά, το παιχνίδι … Dictionary of Greek
ἄθυρσιν — ἄθυρσις sport fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθύρω — ἀθύρω (Α) 1. παίζω, διασκεδάζω 2. αστειεύομαι, παίζω 3. παίζω κάποιο όργανο 4. ψάλλω, τραγουδώ, υμνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ ρίζα *dhwer που σήμαινε «ορμώ, περιδινώ». Το ελλην. ἀθῡρω σχηματίζεται από τη μηδενισμένη βαθμίδα τής ρίζας… … Dictionary of Greek