Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἄθυρσις

См. также в других словарях:

  • άθυρσις — ἄθυρσις ( εως), η (Α) [ἀθύρω] η παιδιά, το παιχνίδι …   Dictionary of Greek

  • ἄθυρσιν — ἄθυρσις sport fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθύρω — ἀθύρω (Α) 1. παίζω, διασκεδάζω 2. αστειεύομαι, παίζω 3. παίζω κάποιο όργανο 4. ψάλλω, τραγουδώ, υμνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ ρίζα *dhwer που σήμαινε «ορμώ, περιδινώ». Το ελλην. ἀθῡρω σχηματίζεται από τη μηδενισμένη βαθμίδα τής ρίζας… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»