-
1 άθυμον
ἄθῡμον, ἄθυμοςfainthearted: masc /fem acc sgἄθῡμον, ἄθυμοςfainthearted: neut nom /voc /acc sg -
2 ἄθυμον
ἄθῡμον, ἄθυμοςfainthearted: masc /fem acc sgἄθῡμον, ἄθυμοςfainthearted: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
ἄθυμον — ἄθῡμον , ἄθυμος fainthearted masc/fem acc sg ἄθῡμον , ἄθυμος fainthearted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπατώ — περιπατῶ, έω, ΝΜΑ, και περπατώ, άω, πορπατώ, προπατώ και προβατώ Ν 1. πηγαίνω πεζή, πεζοπορώ, βαδίζω (α. «περπατήσαμε δύο ώρες ώσπου να φθάσουμε» β. «σαν πελελό περιπατείς και τρέχεις», Ερωτόκρ. γ. «περιπατούν οι λέοντες ζητούντες τα κοπάδια»,… … Dictionary of Greek