-
1 ἄθορος
-
2 άθορον
-
3 ἄθορον
-
4 ἄθουρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄθουρος
См. также в других словарях:
άθορος — ἄθορος, ον (Α) (για αρσενικά ζώα) αυτό που δεν έχει βατέψει θηλυκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θορεῖν, απαρ. β αορ. τού ρ. θρώσκω (= πηδώ] … Dictionary of Greek
ἄθορον — ἄθορος veneris expers masc/fem acc sg ἄθορος veneris expers neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουθόρος — βουθόρος, ον (Α) φρ. «βουθόρος ταῡρος» αυτός που βατεύει τις αγελάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους + θορείν, απρμφ. αορ. β του ρ. θρώσκω «πηδώ» (πρβλ. άθορος)] … Dictionary of Greek