Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἄθορος

См. также в других словарях:

  • άθορος — ἄθορος, ον (Α) (για αρσενικά ζώα) αυτό που δεν έχει βατέψει θηλυκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θορεῖν, απαρ. β αορ. τού ρ. θρώσκω (= πηδώ] …   Dictionary of Greek

  • ἄθορον — ἄθορος veneris expers masc/fem acc sg ἄθορος veneris expers neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουθόρος — βουθόρος, ον (Α) φρ. «βουθόρος ταῡρος» αυτός που βατεύει τις αγελάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους + θορείν, απρμφ. αορ. β του ρ. θρώσκω «πηδώ» (πρβλ. άθορος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»