Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἄθεον

См. также в других словарях:

  • ἄθεον — ἄθεος without God masc/fem acc sg ἄθεος without God neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἄθεον — ἄθεον , ἄθεος without God masc/fem acc sg ἄθεον , ἄθεος without God neut nom/voc/acc sg ἔθεον , θέω dhávate imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) ἔθεον , θέω dhávate imperf ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • безбожьныи — (121) пр. Безбожный, иноверный; еретический; нечестивый: на обличениѥ безбожьны˫а ихъ. и преѡсквьрнѥны˫а ересы. (ἀϑέου) КЕ XII, 265а; дорофеи. иже тоѥ безбожноѥ ѥреси бывъ поборникъ. (ἀϑέως) КР 1284, 380в; безбожныи твои свѣтъ. (ἀϑέσμου) ПНЧ 1296 …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • OECUS — apud Vitruvium, l. 6. c. 6. Graeca vox, Οἶκος, vulgo domus: Iosepho l. 15. Regnum seu Tetrarchia est, ibi enim legimus, ὁ οἶκος τοῦ Λυσανίου quod idem est, ac Lysaniae Tetrarchiae vel Abilenae, ut appellat Euangelista Lucas c. 3. v. 1. Vide supra …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κέλευθος — κέλευθος, ἡ, ο πληθ. και κέλευθα, τὰ (Α) 1. δρόμος, οδός, ατραπός 2. πορεία, οδοιπορία, ταξίδι σε στεριά ή θάλασσα 3. μτφ. ο ανοιχτός δρόμος ενέργειας, ο τρόπος πράξης («ἔργων κέλευθον ἄν καθαράν», Πίνδ.) 4. μακρινό ταξίδι, μεγάλη απόσταση… …   Dictionary of Greek

  • πικρός — ή, ό / πικρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πικρή, ερεθιστική γεύση (α. «πικρός καφές» β. «πικρό χάπι» γ. «ὅταν δὲ τεύχῃ Ζεὺς ἀπ ὄμφακος πικρᾱς οἶνον», Αισχύλ.) 2. (σχετικά με την αφή) οξύς, οδυνηρός (α. «τρεις μπάλες τού ερίξανε, πικρές,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»