-
1 άηχοι
-
2 ἄηχοι
См. также в других словарях:
ἄηχοι — ἄηχος without sound masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άηχος — η, ο αυτός που δεν παράγει ήχο: Στη γλώσσα μας οι φθόγγοι π, φ, τ και θ είναι άηχοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)