-
1 Αζωτος
-
2 Ἄζωτος
-
3 άζωτος
-
4 ἄζωτος
-
5 Αζωτος
-
6 ἄζωτος
-
7 Ἄζωτος
{собств., 1}Ашдод или Азот (цитадель).Один из пяти главных Филлистимских городов на побережье южной Палестины. В НЗ эпоху этот город стал на греческий манер называться Азотом, был восстановлен царем Иродом (Деян. 8:40). См. евр. 795 (דוֹדּשְׁאַ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Ἄζωτος
-
8 Άζωτος
{собств., 1}Ашдод или Азот (цитадель).Один из пяти главных Филлистимских городов на побережье южной Палестины. В НЗ эпоху этот город стал на греческий манер называться Азотом, был восстановлен царем Иродом (Деян. 8:40). См. евр. 795 (דוֹדּשְׁאַ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Άζωτος
-
9 Ἄζωτος
Азот (назв. одного из пяти главных городов филистимлян на побережье юга Пал.); см. евр. (אַשְׂדּוֹד).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Ἄζωτος
-
10 άζωτον
-
11 ἄζωτον
-
12 ἄ-ζωστος
-
13 Αζωτον
-
14 Ἄζωτον
-
15 Αζώτου
-
16 Ἀζώτου
-
17 Αζώτους
-
18 Ἀζώτους
-
19 Αζώτω
-
20 Ἀζώτῳ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ἄζωτος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄζωτος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άζωτος — (10ος αι.). Αρμένιος ευγενής, έξαρχος του αυτοκρατορικού τάγματος των Εξκουβίτων, στα χρόνια της βασιλείας του Λέοντα ΣΤ’ του Σοφού (886 912). Ήταν γιγαντόσωμος και φημιζόταν για τις πολεμικές του αρετές. Νυμφεύτηκε την κόρη της Αγγουρίνης,… … Dictionary of Greek
ἄζωτον — ἄζωτος masc/fem acc sg ἄζωτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀζώτου — Ἄζωτος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζώτου — ἄζωτος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀζώτους — Ἄζωτος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζώτους — ἄζωτος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀζώτῳ — Ἄζωτος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζώτῳ — ἄζωτος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄζωτον — Ἄζωτος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)