-
1 αεπτος
2( о детеныше) не могущий следовать (за матерью), т.е. слабый, немощный
См. также в других словарях:
άεπτος — ἄεπτος, ον (Α) [ἔπομαι] (αντί άαπτος*) αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν ακολουθήσει, να τόν αντιμετωπίσει, ακαταμάχητος, άγριος, θηριώδης η λ. απαντά επίσης και ως δ. γρφ. αντί τού άελπτος* στον Αισχύλο (Ικέτιδες 908. Αγαμέμνων 141) … Dictionary of Greek
ἄεπτον — ἄεπτος masc/fem acc sg ἄεπτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀέπτοις — ἄεπτος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀέπτοισι — ἄεπτος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀέπτους — ἄεπτος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄεπτοι — ἄεπτος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άαπτος — ἄαπτος ον (Α) συνήθως ερμηνεύεται: αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν αγγίξει, ακαταμάχητος, ακατάβλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η σύνδεση τής λ. με το ἅπτομαι πιθ. να οφείλεται σε παρετυμολογία, εάν το α αντί αν δεν δικαιολογείται από τη δασεία του ἅπτομαι.… … Dictionary of Greek
ἄεπτ' — ἄεπτα , ἄεπτος neut nom/voc/acc pl ἄεπτε , ἄεπτος masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)