-
1 Αδωνι
-
2 Ἄδωνι
-
3 Αδώνι'
Ἀδώνια, Ἀδώνιαneut nom /voc /acc plἈδώνιε, Ἀδώνιοςof Adonis: masc voc sgἈδώνια, Ἀδωνιάmourning for Adonis: neut nom /voc /acc pl -
4 Ἀδώνι'
Ἀδώνια, Ἀδώνιαneut nom /voc /acc plἈδώνιε, Ἀδώνιοςof Adonis: masc voc sgἈδώνια, Ἀδωνιάmourning for Adonis: neut nom /voc /acc pl -
5 εὐ-θῡμέω
εὐ-θῡμέω, ein εὔϑυμος sein, gutes Muthes sein, heiter sein; πῖνε κεὐϑύμει Eur. Cycl. 530, öfter bei Sp., bes. in diesem imperat.; εὐϑυμητέον πᾶσιν ὑμῖν Xen. Apol. 27. Bei Theocr. 15, 143, ἵλαϑι νῠν, φίλ' Ἄδωνι, καὶ ἐς νέωτ' εὐϑυμήσαις, wird es "wohlwollend, gnädig sein" erklärt. – Trans., εὐϑυμῶν ἐμέ, erheitern, Aesch. frg. 266 bei Plat. Rep. II, 383 b; vgl. Democr. Stob. fl. 83, 25. Dah. – pass., wie das act., gutes Muths, guter Dinge sein, Xen. Hell. 7, 4, 36; τοῖς αὐτοῖς παιγνίοις, sich an denselben Spielen erfreuen, Plat. Legg. VII, 797 b, wie ἐπί τινι, Xen. Cyr. 4, 1, 19; ἐν ταῖς ἀτυχίαις, Arist. rhet. 2, 2.
-
6 ιλημι
(только 2 л. sing. imper. praes. эп. ἵληθι - дор. ἵλᾱθι, 3 л. sing. pf. conjct. ἱλήκῃσι и opt. ἱλήκοιμι) быть благосклонным, милостивым(ἄνασσ΄, ἵληθι Hom.; ἱλήκοι Ἀπόλλων HH.; ἵλαθι νῦν, φίλ΄ Ἄδωνι Theocr.)
-
7 Ἄδωνις
Aὦ τὸν Ἄδωνιν Sapph.63
;Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄ. κλάομεν Pherecr.170
; ὥδωνις, i.e. ὁ Ἄ., Theoc.3.47:—hence, generally, favourite, darling,δεῖ Ἀδώνιδας αὐτοὺς ἀκούειν Luc.Merc.Cond.35
, cf. Alciphr.1.39, AP5.112 (Marc.Arg.).2 Ἀδώνιδος κῆποι cuttings planted in pots for the Adonia, Pl.Phdr. 276b, Thphr.HP6.7.3, cf. Theoc.15.113: prov., of any short-lived pleasure, Sch.Pl.l.c.3 αὐλὴ Ἀδώνιδος, at Rome, garden on the Palatine, Philostr.VA7.32.II kind of flying-fish, = ἐξώκοιτος, Clearch.73, Opp.H. 1.157, etc. -
8 εὐθῡμέω
εὐ-θῡμέω, ein εὔϑυμος sein, gutes Mutes sein, heiter sein; ἵλαϑι νῠν, φίλ' Ἄδωνι, καὶ ἐς νέωτ' εὐϑυμήσαις, wohlwollend, gnädig sein. Trans., εὐϑυμῶν ἐμέ, erheitern. Dah. pass., wie das act., gutes Mutes, guter Dinge sein; τοῖς αὐτοῖς παιγνίοις, sich an denselben Spielen erfreuen
См. также в других словарях:
Ἀδώνι' — Ἀδώνια , Ἀδώνια neut nom/voc/acc pl Ἀδώνιε , Ἀδώνιος of Adonis masc voc sg Ἀδώνια , Ἀδωνιά mourning for Adonis neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄδωνι — Ἄδων masc dat sg Ἄδωνις favourite masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αφροδίτη — I Η θεά του έρωτα στην αρχαία ελληνική μυθολογία. Συμβόλιζε το ένστικτο και τη ζωική δύναμη της αναπαραγωγής και της γονιμότητας. Ο Ησίοδος, στη Θεογονία, την παρουσιάζει να γεννιέται από τους αφρούς των κυμάτων, ύστερα από τη γονιμοποίηση του… … Dictionary of Greek
αδωνιακός — ἀδωνιακός, ή, όν (Α) [Ἄδωνις] ο σχετικός με τον Άδωνι ή ο κατάλληλος για αυτόν … Dictionary of Greek
αδωνιασμός — ἀδωνιασμός, ο (Α) θρήνος για τον Άδωνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀδωνιάζω (= τελώ τα Αδώνια)] … Dictionary of Greek
αδώνιος — α, ο (Α ἀδώνιος, ον) [Ἄδωνις] ο σχετικός με τον Άδωνι αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀδώνιον ομοίωμα τού Αδώνιδος που περιέφεραν κατά τα Αδώνια* … Dictionary of Greek
Πέρι, Γιάκοπο — (Peri, Ρώμη 1561 – Φλωρεντία 1633). Ιταλός συνθέτης και τραγουδιστής. Αφού έκανε μουσικές σπουδές στη Φλωρεντία, έζησε στην αυλή των Μεδίκων ως τραγουδιστής, μουσικός και τέλος καμεράριος (1618). Ήταν εξέχον μέλος της φλωρεντικής καμεράτα· σ’… … Dictionary of Greek